Είναι πάνω από 30 χρόνια που συνάντησα τον μακαρίτη πλέον Δημήτρη Κιτσίκη για τελευταία φορά. Όλες μας οι συναντήσεις έλαβαν χώρα στο σύντομο χρονικό διάστημα από το 1988, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά η περίφημη Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1991, όταν η Αφρική άρχισε να με ελκύει περισσότερο από την Ασία για μία κάποια περίοδο. Υπό την έποψη ότι αμφότεροι, έχοντας ολοσχερώς άσχετα ενδιαφέροντα, χώρους απασχόλησης και προοπτικές, ζούσαμε εκτός Ελλάδας και ήμασταν μόνον περαστικοί από την Αθήνα, είναι μάλλον θαύμα ότι καταφέραμε να συναντηθούμε τις λίγες φορές που βρεθήκαμε κοντά.
Το 1988, ο Δημήτρης Κιτσίκης ήταν στα 53 του και ήμουν μόλις 32 ετών. Τα κοινά μας ενδιαφέροντα περιστρέφονταν γύρω από την Ανατολία και την Τουρκία, αλλά και εκεί είχαμε πολύ διαφορετικές χρονικές προτιμήσεις και άσχετες πνευματικές απασχολήσεις. Βεβαίως, σε αντίθεση με εμένα, ο Δ. Κιτσίκης ήταν ήδη ευρύτατα γνωστός ως συγγραφέας, ιστορικός και ανατρεπτικός ερμηνευτής των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Ι. Τα πριν από την συνάντησή μου με τον Δημήτρη Κιτσίκη
Από τα μέχρι τότε γνωστά βιβλία του ξςχώριζαν τα κάτωθι τρία, τα οποία ιεραρχώ με κριτήριο την τότε αναγνωσιμότητα και δημοφιλία τους ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς:
1- Συγκριτική Ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα – Αθήνα, Εστία, 1978;
2- Ελλάς και ξένοι, 1919-1967. Από τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών – Αθήνα, Εστία, 1977; και
3- Η Ελλάς της 4ης Αυγούστου και αι Μεγάλαι Δυνάμεις. Τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, 1936-1941 – Αθήνα, Ίκαρος, 1974
Παλαιότερα, είχα ακούσει για τα τρία βιβλία αυτά από εξαίρετο φίλο (στην Αθήνα) με ενδιαφέροντα κυμαινόμενα ανάμεσα σε νομική και πολιτική. Ήταν σαφές ότι στα τέλη του 70 και στις αρχές του 80, ο Δ. Κιτσίκης είχε αρχίσει να ‘απασχολεί’ αρκετούς.
Συχνά-πυκνά κάποιο από αυτά τα τρία βιβλία (που είχα διαβάσει σε διάφορα τραίνα, βαπόρια και αεροπλάνα) ερχόταν στην επιφάνεια μιας πολιτικής συζήτησης, η οποία διεξαγόταν αργά το βράδι σε κάποια ταβέρνα. Για να συμμετέχεις, έπρεπε να τα έχεις διαβάσει, και θα έλεγα ότι για μένα ήταν τα τελευταία βιβλία τα οποία διάβασα σχετικά με την νεώτερη Ελλάδα, δεδομένου ότι το θέμα με άφηνε αδιάφορο και βρισκόταν πολύ μακριά από τα πνευματικά, επιστημονικά και ερευνητικά μου ενδιαφέροντα.
Μου είχαν ωστόσο φανεί παράξενα εκείνα τα βίβλια, διότι ήταν πολύ διαφορετικά γραμμένα από τα βιβλία των παλαιών καθηγητών μου στην Φιλοσοφική Αθηνών, όπως για παράδειγμα εκείνα της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου (‘Βυζαντινή’ Ιστορία) και του Βασίλη Σφυρόερα (Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας), για να αναφέρω μόνον τα θεματικώς εγγύτερα. Αγαπούσα και τους δύο παλαιούς καθηγητές μου και με αγαπούσαν και εκείνοι, αλλά η διαφορά των βιβλίων του Κιτσίκη από τα δικά τους ήταν μεγάλη. Όπως άλλωσυε και η προσέγγιση ήταν διαφορετική. Οι καθηγητές μου ήταν ιστορικοί, αλλά ο Κιτσίκης ήταν πολιτικός επιστήμονας. Αυτές οι δύο ειδικεύσεις έρχονται πολύ κοντά, όταν κάποιος αναφέρεται στον 20ο αιώνα, αλλά οι εγγενείς διαφορές παραμένουν και πάλι εν ισχύι.
Ένας ιστορικός είναι κατά κανόνα ένας επιστήμονας πολύ φειδωλός στις όποιες αποτιμήσεις του, ιδιαίτερα από τον φόβο μήπως κάποια παλαιότερα άγνωστα χειρόγραφα, μη ανασκαφείσες επιγραφές, και μη εντοπισμένα νομίσματα γίνουν γνωστά μετά τις δημοσιεύσεις του και έτσι συνθλίψουν τις όποιες ενδεχομένως τολμηρές ερμηνείες και συνθέσεις του στις οποίες ήθελεν προβεί. Αντίθετα, ένας πολιτικός επιστήμονας έχει ένα πολύ διαφορετικό τρόπο προσέγγισης στην Ιστορία, περισσότερο απομακρυσμένο από τις πηγές, περισσότερο συνδεόμενο με πολιτικές ιδεολογίες και θεωρίες, και περισσότερο επιρρεπή σε υποκειμενικές ερμηνείες και συνθέσεις (οι οποίες σχετίζονται περισσότερο με πολιτική προπαγάνδα).
Ωστόσο, τα προαναφερμένα τρία ‘πρώτα’ βιβλία του Δ. Κιτσίκη δεν ήταν τρία ακόμη βιβλία περί ιστορικών θεμάτων γραμμένα από ένα πολιτικό επιστήμονα. Και αυτή η διαφορά, την οποία θα περιγράψω παρακάτω, ολοσχερώς επισκίαζε την τυπική και συμβατική διαφορά στην ιστοριογραφία ανάμεσα σε ένα ιστορικό και ένα πολιτικό επιστήμονα. Και τα τρία βιβλία πιστοποιούσαν εμφανέστατα κάτι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: ο συγγραφέας τους ήταν ένα ασυνήθιστο άτομο στην Ελλάδα του 1975-1985. Είχε μία διεθνούς διαμετρήματος άνεση κινήσεων, μία τάση να βλέπει τα πάντα out-of-the-box, και μία επίμονα ολιστική προσέγγιση στα θέματά του. Και ο Κιτσίκης έδειχνε ότι είχε μία ευρυμάθεια και μία σφαιρική ενημέρωση, οι οποίες ήταν άγνωστες στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, ο Δ. Κιτσίκης ήταν ασυγκρίτως ανώτερος της γενιάς των Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και Κωνσταντίνου Τσάτσου, οι οποίοι ήταν απλά και μόνον τυπικοί, νωχελικοί και μονότονοι απολογητές του νεώτερου δυτικο-ευρωπαϊκού πνεύματος και των εικονικών καταβολών τις οποίες αυτό -ανιστόρητα, αυθαίρετα και διατελόν εν αγνοία- είχε προσδιορίσει ως δήθεν δικές του. Πολλές συμφορές της Ελλάδας των τελευταίων 80 ετών οφείλονται στην τραγική αμορφωσιά των δήθεν μορφωμένων καθηγητών, διανοητών, ακαδημαϊκών, διπλωματών, συγγραφέων, λογοτεχνών και πολιτικών εκείνης της γενιάς, η οποία ενόμιζε ότι όλος ο κόσμος ήταν/είναι το 5-10% του κόσμου. Ο Δημήτρης Κιτσίκης ήταν ο πρώτος ο οποίος δεν ήταν ‘έτσι’…
Και όμως, σχεδόν όλοι οι καθηγητές μου στην Φιλοσοφική Αθηνών είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη και είχαν αποκτήσει ένα διεθνές επίπεδο επιστήμης και αντιμετώπισης της ζωής: Κωνσταντίνος Ρωμαίος, Αριστόξενος Σκιαδάς, Αθανάσιος Κομίνης, κα. Ίσως η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση να ήταν η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου και ο σύζυγός της Αναστάσιος (επίσης καθηγητής, στην Νομική Αθηνών), οι οποίοι είχαν ζήσει στο Μόναχο κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο -ήδη εκ πρώτης όψεως- ο Κιτσίκης διαφοροποιείτο τόσο πολύ από εκείνους στην γραφή του;
Θυμάμαι ότι είχα πάρει μαζί μου στο Ισραήλ το φθινόπωρο του 1984 το ‘Ελλάς και ξένοι’ και το διάβασα στο βαπόρι ανάμεσα στην Χάιφα και τον Πειραιά (μέσω Λεμεσσού και Ρόδου) επιστρέφοντας. Το βιβλίο μου άρεσε πολύ, ήταν εύκολο ανάγνωσμα (ιδιαίτερα σε διαλείμματα ασσυριολογίας και αιγυπτιολογίας), και έδινε έναυσμα για σκέψεις αναφορικά με το πως προσεγγίζει κάποιος τα θέματα για τα οποία γράφει. Αλλά τότε ακόμη δεν θα μπορούσα να απαντήσω στο αναφερόμενο στην προηγούμενη παράγραφο ερώτημα. Μου χρειάστηκε πρώτα να εργασθώ σε πανεπιστήμια στην Τουρκία (1994-1997), για να καταλάβω ποιο ήταν το πρόβλημα με τους παλιούς καθηγητές μου στην Φιλοσοφική Αθηνών.
Το πρόβλημα ήταν ότι ζούσαν στην Ελλάδα, δηλαδή ένα αποκρουστικά επαρχιώτικο ομοίωμα κράτους με ασύλληπτα κόμπλεξ κατωτερότητας εντοπιζόμενα σε όλα τα στελέχη του, με άρρωστη καθημερινότητα, με αθεράπευτη οκνηρία, με εξτρεμιστικό ομφαλοσκοπισμό, με απροσμέτρητη ευτέλεια, με ψυχιατρικού επιπέδου αλαζονεία, με αδιάκοπη μνησικακία, με θλιβερή ασημαντότητα μάλιστα επικυρωμένη από την υποκρισία των ξένων ακαδημαϊκών, οι οποίοι κάθε τόσο ‘επιβραβεύουν΄ τις ανοησίες των Ελλήνων δήθεν συναδέλφων τους (οι οποίοι είναι κατ’ ουσίαν γλοιώδεις δούλοι και τοποτηρητές τους), καθώς και με ανήθικη και αντιχριστιανική προσαρμογή στην σατανική επιταγή “Μη θίγετε τα κακώς κείμενα” – κάτι το οποίο είναι λογικό βέβαια δεδομένου ότι το μόνο ρήμα που ταιριάζει στη νεώτερη Ελλάδα είναι το “κείται“!
Και όμως! Με τις πολλές συζητήσεις τις οποίες είχα κάνει με την Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, είχα καταλάβει ότι η ίδια είχε ξεπεράσει και διαγράψει τις αριστερές νεανικές παρεκτροπές της. Αυτό, λίγοι το είχαν καταφέρει. Αλλά δυστυχώς και αυτό δεν ήταν αρκετό. Να λοιπόν τι τους είχε συμβεί: τους είχε πάρει από κάτω το γρανάζι. Πολύ πρόσφατα (2017-2018), ένας φίλος με έφερε σε επαφή (ιντερνετική) με τον Δημήτρη Κιτσίκη μετά από δεκαετίες και πρόσεξα ότι το τι εγώ αποκαλώ εδώ ΄γρανάζι’, εκείνος όριζε καλλίτερα ως ‘κολωνακιώτικο κατεστημένο”.
Από τα πρώτα του βιβλία, ο Δημήτρης Κιτσίκης ήταν ήδη πολύ μακριά από αυτή την διεθνώς οικτρή και σιχαμερή περίπτωση, η οποία -βυθισμένη σε απροσμέτρητου βάθους βόθρο- έρχεται στην επιφάνεια, κάθε φορά που αναλαμβάνονται από την Ερινύα “Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη” γελοίες επέτειοι (‘200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821’/’2500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας’) και περίπτυστες απόπειρες (Ολυμπιακοί Αγώνες 2004: ‘Αγώνες της 28ης Ολυμπιάδας’) για να εξωραϊσθεί ο βόθρος ‘Ελλάδα’. Αν όμως σας φαίνεται η περιγραφή μου αυτή υπερβολική ή μεροληπτική, τότε προσέξτε τους στίχους του γνωστού τραγουδιού του Γιάννη Μαρκόπουλου ‘Λένγκω’, το οποίο προφήτευσε -ήδη το 1975- την αθλιότητα των έκτοτε 45 μεσολαβησάντων ετών.
Μου είχε κάνει ωστόσο εντύπωση, στις αρχές και τα μέσα του 1980, ότι τα προαναφερμένα βιβλία του Δημήτρη Κιτσίκη δεν ήταν εκείνα τα οποία ήταν τα κατ΄εξοχήν γνωστά στην Γαλλία και στην Τουρκία. Εκεί, ο Έλληνας, Γάλλος και Καναδός πολιτικός επιστήμονας ήταν περισσότερο γνωστός από την διατριβή του Propagande et pressions en politique internationale. La Grèce et ses revendications à la Conférence de la Paix, 1919-1920 – Paris, Presses Universitaires de France, 1963 (537 σελίδες).
Αυτό το έργο είχε εξάλλου μεταφρασθεί στα τουρκικά, επειδή οι Τούρκοι, όντας κανονικοί άνθρωποι (και όχι ψυχανώμαλα αυτιστικά όπως οι ψευδο-Έλληνες της νοτιο-βαλκανικής περιφέρειας της Αλβανίας, της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας), ενδιαφέρονται να μάθουν τι συμβαίνει στην Ελλάδα: Yunan propagandası –İstanbul, Meydan Neşriyat, 1964 (2η έκδοση: İstanbul, Kaynak Kitaplar, 1974). Αντίθετα, στην σιχαμερά αμόρφωτη Ελλάδα των αποβρασμάτων Καλεντερίδη, Μάζη, Άγγελου Συρίγου, Φίλη και όλων των λοιπών αξέστων τσαρλατάνων των ελληνικών ψευδο-πανεπιστημίων, όποιος θίγει τα κακώς κείμενα (δηλαδή τα πάντα, εφόσον ολόκληρη η Ελλάδα ενθάδε κείται), είναι ‘σίγουρα’ πράκτορας των Τούρκων, ή των Μακεδόνων, ή κοκ.
ΙΙ. Η Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Δ. Κιτσίκη
Με την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Κιτσίκης έκανε σαφέστατα μία στροφή στα ανατολικά, αν κάποιος κρίνει με βάση την όλη πρότερη θεματολογία του. Έτσι τον είδα να ‘μπαίνει’ τρόπον τινά στα χωράφια μου – τοπογραφικά (και όχι χρονολογικά) μιλώντας. Δεν υπήρξα ποτέ τουρκολόγος, αλλά κάθε ασσυριολόγος που έχει σπουδάσει και χιττιτικά έχει διαβάσει και 5-10 βασικά και καθοριστικά έργα αναφοράς για τις ‘ύστερες’ φάσεις της Ιστορίας της Ανατολίας, και μέχρι τον Κεμάλ Ατατούρκ. Από την άλλη, οι σπουδές μου σε ιρανολογία καλύπτουν ντε φάκτο την Ανατολία, η οποία σε διαφορετικά τμήματά της αποτέλεσε βασικό χώρο του όλου Ιράν επί 2500 χρόνια.
Διαβάζοντας την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Δ. Κιτσίκη ειλικρινά χάρηκα που ένα έτσι γραμμένο βιβλίο κυκλοφορούσε στην Ελλάδα. Διαφωνώ σε πολλά σημεία με το βιβλίο, με παραλείψεις, με έντονους εστιασμούς σε ορισμένα θέματα, και με την όλη οπτική του θέματος, αλλά όλα αυτά δεν παίζουν σημαντικό ρόλο. Ο οποιοσδήποτε μπορεί ασφαλώς να διακρίνει την κορυφή ενός βουνού από τα ανατολικά, τα νότια, τα βόρεια ή τα δυτικά. Αναμφίβολα, υπάρχουν πάντοτε και για το ό,τιδήποτε πολλές οπτικές γωνίες και διαφορετικές προσεγγίσεις. ‘Διαφορά απόψεων’ δεν σημαίνει ‘σωστό και λάθος’. Κάθε άλλο μάλιστα! Το βιβλίο ήταν μία πραγματική καινοτομία στην σκουριασμένη ελληνική βιβλιογραφία των δήθεν τουρκολόγων, οι οποίοι διορίζονται με ψευτο-ντοκτορά σε άλλους τομείς, ή επειδή έχουν μάθει μία ξένη γλώσσα, ή επειδή έχουν ‘μπάρμπα στην Κορώνη’, ή επειδή τους υποστηρίζει το κόμμα τους.
Βέβαια, ούτε ο Κιτσίκης είναι κυριολεκτικά ‘τουρκολόγος’. Αν του έδινες στο πρωτότυπο το Μπάμπουρ Ναμέ, έργο του θεμελιωτή της Μουγάλ δυναστείας του Δελχί, το οποίο ήταν γραμμένο σε τσαγατάυ, θα έμενε άφωνος. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει. Ένας επιστήμονας δεν κρίνεται από το τι είναι αλλά από το τι προσφέρει. Και με το βιβλίο του εκείνο, ο πολιτικός επιστήμονας και βαθύς γνώστης και μελετητής των ελληνοτουρκικών σχέσεων Δημήτρης Κιτσίκης προσέφερε στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας (και όχι μόνον σε μερικούς ειδικούς) μία άλλη ανάγνωση του υλικού και του θέματος, καθώς και μία ματιά άκρως πιο αυθεντική, πιο κοντινή στην ιστορική πραγματικότητα, και πιο ουσιαστική κατά την αναπαράσταση του παρελθόντος.
Τα προαναφερμένα είναι μόνον κάποιες από τις πτυχές της -χάρη στο συγκεκριμένο βιβλίο- συμβολής του Δ. Κιτσίκη στην εν Ελλάδι κατανόηση της ιστορικής αλήθειας αναφορικά με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπάρχει επίσης κάτι το πολύ βαθύτερο, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο σε όσους είναι ικανοί να διαβάζουν ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων. Με το βιβλίο του αυτό, ο Δημήτρης Κιτσίκης εξοικειώνει τον αναγνώστη με το ‘άλλο’, το ό,τιδήποτε ‘άλλο’, και καταργεί τα σύνορα – όχι τα υπαρκτά, τα μεταξύ των διαφόρων χωρών ακόμη υφιστάμενα, αλλά τα ψεύτικα σύνορα που υψώνουν εις βάρος κάθε ανυποψίαστου θύματος ο κάθε άρρωστος εθνικισμός, ο πάντοτε αναπόφευκτα αυτοκαταστροφικός, ή και ενδεχομένως αυτοκτονικός εθνοκεντρισμός, ο σωβινισμός, η κάθε αρχαιολατρεία, η διεστραμμένη αυτο-έπαρση για ψευδο-επιτεύγματα δήθεν προγόνων, και ακόμη η προγονολατρεία ανυπάρκτων προγόνων.
Με άλλα λόγια και πέραν της όλης αξίας του βιβλίου, στο οποίο τότε αφιέρωσα μία πολύ θετική βιβλιοκρισία (Μεγαλομμάτης, Κοσμᾶς, «Κιτσίκης Δημήτρης, “Ἱστορία τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, 1280-1924”, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς “Ἑστίας”, Πολιτικὴ καὶ Ἱστορία, 29, 1988, 243 σ. » , Βυζαντινὸς Δόμος, 4 (1990), σσ. 197-198), ο Δημήτρης Κιτσίκης με την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκανε αντιληπτό στην Ελλάδα ότι δεν μπορείς να γράφεις για τίποτα, αν δεν αγαπάς το αντικείμενο της έρευνας και της μελέτης σου. Το βιβλίο αυτό από μόνο του φωνάζει ότι θέλουν σκότωμα και χωρίς δίκη οι πολλοί κακούργοι εγκάθετοι της CIA, οι οποίοι γράφουν για να χύνουν δηλητήριο εναντίον ομόρων εθνών και κρατών, υπαρκτών μειονοτήτων, και ακόμη λαθρομεταναστών οι οποίοι παραμένουν -δυστυχώς ακόμη και μετά από πολλά χρόνια παραμονής στην Ελλάδα- ο Άγνωστος Χ για τον μέσο Έλληνα.
Τα ψεύτικα αλλά πελώρια τείχη, τα οποία σηκώνουν τα τηλεκατευθυνόμενα και διεφθαρμένα τέρατα της σημερινής ελληνικής δημοσιογραφίας και τα άξεστα πλην όμως μισθοδοτούμενα από τον μέσο φορολογούμενο βλάκα ψευτο-πανεπιστημιακά ανδρείκελα, όπως επίσης και η άγνοια, η σύγχυση, ο φόβος, και το βαθύ μίσος για το ‘άλλο’ προξενούν εγγενή ανικανότητα να κατανοήσει κάποιος το τι γράφει κάποιος ευρισκόμενος μακριά από τον σημερινό βόθρο ‘Ελλάδα’. Πιστεύω λοιπόν ότι η τελευταία πρόταση της προηγούμενης παραγράφου μου μπορεί εύκολα να δώσει ‘λαβή’ σε διάφορους για να ισχυρισθούν ότι υποστηρίζω δήθεν την ύπαρξη και την παραμονή λαθρομεταναστών στην Ελλάδα. Αυτό θα ήταν ολότελα λάθος και ψέμμα. Πιστεύω ότι ανεξαιρέτως όλοι οι μουσουλμάνοι λαθρομετανάστες πρέπει να φύγουν από την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική και να επιστρέψουν στους τόπους τους. Αλλά από την άλλη, είναι εντελώς αδικαιολόγητη η αδιαφορία, η αποφυγή επικοινωνίας και επαφών, η άγνοια για όλους αυτούς τους περαστικούς από την χώρα ανθρώπους, όπως επίσης και η αποστασιοποίηση την οποία τηρεί ο μέσος δυτικός άνθρωπος.
Πολλά θα κέρδιζε ο μέσος Έλληνας αν επιχειρούσε με τα αγγλικά του ή την όποια άλλη ξένη γλώσσα του να επικοινωνήσει, να μιλήσει, να ακούσει, να μάθει και να καταλάβει από όλους τους λαθρομετανάστες που ακόμη βρίσκονται εκεί.
ΙΙΙ. Τα κατά την συνάντησή μου με τον Δημήτρη Κιτσίκη
Έτσι λοιπόν μία κάποια στιγμή στα τέλη του 1988, επισκέφθηκα τον Δ. Κιτσίκη στο σπίτι του, στου Ζωγράφου, για να τον συγχαρώ για το βιβλίο του και να μιλήσουμε για διάφορα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, εφόσον αμφότεροι είχαμε περάσει από την Γαλλία και υπήρχαν στον εκεί κύκλο γνωστών του κεθενός μας άτομα γνωστά στον άλλο.
Από την πρώτη στιγμή υπήρξε μία αμοιβαία συμπάθεια και αλληλοκατανόηση. Αμέσως αντιληφθήκαμε ότι οι σφαίρες ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων μας αλληλοεπικαλύπτονταν μόνο σε ένα αρκετά μικρό βαθμό. Ανταλλάξαμε ανάτυπα από αρκετές δημοσιεύσεις και κάναμε μία γενικώτερη συζήτηση, η οποία αμέσως με έπεισε για την γενικώτερη κατάρτιση και παιδεία του συνομιλητή μου.
Η συζήτησή μας δεν άργησε να φθάσει σε επίπεδο εσχατολογίας και σωτηριολογίας, και για την περίσταση μου αφιέρωσε την τότε νεοεκδοθείσα ποιητική συλλογή του ‘Ο Άνδυς τον καιρό της Καλής’. Μεθερμηνευόμενος ο για πολλούς δυσνόητος τίτλος αυτός σημαίνει ‘Δύση και Ανατολή κατά το Πλήρωμα του Χρόνου’, και το πράγμα έχει έτσι επειδή το όνομα Άνδυς είναι συνένωση των δύο κόσμων (Ανατολή–Αν /Δύση–δυς) σε ένα πρόσωπο, ενώ η ‘Καλή’ δεν είναι άλλη από την θεά Κάλι των Ινδουϊστών, η οποία εκπροσωπεί την Κακία των σημερινών ημερών.
Αντιλήφθηκα αμέσως ότι o Δημήτρης Κιτσίκης ήταν ένας μεγάλος ρωμαντικός, και εφόσον ήταν ρουσωϊστής, δεν θα μπορούσε να είναι και αλλοιώς. Αυτό συνέβη ήδη στις πρώτες προτάσεις που ανταλλάξαμε, αφότου καθήσαμε στο σαλόνι του. Υπάρχει ένα είδος αυτοματισμού στους κατόχους γαλλικής παιδείας, ώστε οι βολταιρικοί, όπως εγώ, να ταυτίζουν τους ρουσωϊστές συνομιλητές τους και αντίστροφα.
Ήταν αυτονόητο ότι θα είχε περάσει από μία στοά, η οποία τον είχε εξοικειώσει με τον αντικατοπτρισμό: μιλώντας για τον Βασιλέα Βασιλέων της Αποκάλυψης (κεφ. ΙΔ’) και τον Αντίχριστο, θέλησε να εξειδικεύσει ότι αυτοί θα μοιάζουν τόσο όσο δυο σταγόνες της βροχής. “Θα είναι τα δυο πιο όμοια άτομα στον κόσμο” μου είχε πει. Αυτό ήταν κάτι το οποίο οι μέχρι τότε μελέτες μου αιγυπτιακών μεσσιανικών και εσχατολογικών κειμένων άνετα μου επέτρεπαν να αντιληφθώ πόσο σωστό είναι. Καταλάβαμε ότι οι στόχοι μας ήταν τόσο διαφορετικοί και τα ενδιαφέροντά μας ήταν σε τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές, ώστε το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να παραμείνουμε φίλοι σε απόσταση και να παρακολουθούμε την πορεία ο ένας του άλλου και αντίστροφα.
Καθώς είχα ήδη βραβευθεί με το Βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί (το 1986-1987), θεώρησα υποχρέωσή μου να φέρω τον Δημήτρη Κιτσίκη σε επαφή με τον Ανδρέα Πολιτάκη, ιδρυτή του θεσμού, και έτσι μία φορά, πήγαμε μαζί στα γραφεία του τελευταίου στην Πλάκα. Εννοείται ότι θεωρώ αυτονόητο ότι η μεταγενέστερη βράβευση του Δημήτρη Κιτσίκη τιμά τον πολύτιμο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις θεσμό αυτό.
Καθώς ο οικοδεσπότης μου είχε ενθουσιασθεί με την ζωή μου και την εξοικείωσή μου με την Τουρκία και με ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής (Συρία, Ιράκ, Λίβανο, Παλαιστίνη, Ιορδανία και ιδιαίτερα του Ιράν), αναφερθήκαμε αρκετά στον Χομεϊνί και έτσι στην συνέχεια, θεώρησα υποχρέωσή μου να τον φέρω σε επικοινωνία με την Πρεσβεία του Ιράν στην Αθήνα, δεδομένου ότι για λίγα χρόνια (1986-1989) είχα διατελέσει και γενικός γραμματέας του Ελληνο-Ιρανικού Συνδέσμου Φιλίας (αμισθί).
Οπότε, στην συνέχεια, προσκλήθηκε ο Δ. Κιτσίκης να μιλήσει σε ένα συνέδριο στο Ιράν και εκεί θερμώς υποστήριξε το τότε ακόμη σχετικά νεοπαγές καθεστώς, το οποίο είχε έντονα δοκιμασθεί από τον πολύχρονο περσοϊρακινό πόλεμο αλλά καταφέρει να επιβιώσει, αν και ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, ΕΣΣΔ, Κίνα, Πακιστάν, Μεξικό, Βραζιλία, και όλη η σαπίλα των ψευδο-αραβικών χωρών-σκουπιδιών είχαν επίμονα στηρίξει τον Σαντάμ Χουσεΰν. Ο Δημήτρης Κιτσίκης είχε μπροστά μου μιλήσει με τον τότε Ιρανό πρέσβυ στην Αθήνα, καταγγέλλοντας την αθλιότητα του Σαλμάν Ρούσντι (αναφορικά με τους Σατανικούς Στίχους) ως “intellectual terrorism”.
Καθώς το 1991 είχα αρχίσει να συνεργάζομαι με το γνωστό μηνιαίο περιοδικό Τρίτο Μάτι, θεώρησα απαραίτητο να φέρω την σύνταξη του περιοδικού σε επαφή με τον Δημήτρη Κιτσίκη και να υποστηρίξω θερμά την συνεργασία του με το περιοδικό, η οποία πιστεύω ότι προσέφερε πολλά στοιχεία και απαραίτητες γνώσεις στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και μάλιστα επί μακρόν. Βεβαίως, πρέπει να προσθέσω η έκτοτε συνεχής και αδιάλειπτη απουσία μου από την Ελλάδα δεν μου επέτρεψε να διαβάσω το σύνολο σχεδόν της εκεί αρθρογραφίας του μεταστάντος φίλου μου, αλλά είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι το πρωτοποριακό περιοδικό αυτό ήταν ένα κατάλληλο βήμα για τον ελληνοκεντρικό Δημήτρη Κιτσίκη. Πολύ πρόσφατα (2018), όταν εκνεόυ επικοινωνήσαμε (μόνον ιντερνετικά), όλο το θέμα αναφέρθηκε στον δημόσιο διάλογο, τον οποίο είχαμε και τον οποίο διατίθεμαι να αναδημοσιεύσω προσεχώς.
ΙV. Ο Δημήτρης Κιτσίκης και ο ‘διεθνισμός’ του
Ο Δημήτρης Κιτσίκης ήταν εμφανώς ένας επιστήμονας και διανοητής με γαλλική formation και είχε ως εκ τούτου εθισθεί σε ένα τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου ουνιβερσαλιστικό, ή αν προτιμάτε οικουμενιστικό. Παλαιότερα, οι όροι αυτοί δεν εχρησιμοποιούντο πολύ, και αντ’ αυτών άνθρωποι σαν τον Κιτσίκη έφερναν στα χείλια δύο λέξεις: ‘διεθνιστής’ και ‘κοσμοπολίτης’.
Αν η πρώτη από αυτές τις δύο λέξεις ήταν πρόδηλο καθήκον για τον οποιονδήποτε κομμουνιστή, σταλινικό, τροτσκιστή, μαοϊκό, σοσιαλιστή, αριστερό και ακόμη σοσιαλδημοκράτη, η δεύτερη ήταν έκδηλος τρόπος ζωής για τους όλους τους εύπορους και καλοζωϊσμένους επιχειρηματίες ή δραστήριους και επιτήδειους εμπόρους, οι οποίοι σε περιόδους πολύ προ των αεροπορικών πτήσεων διέσχιζαν στεριά και θάλασσα για να πουλήσουν ανατολικές πρώτες ύλες στην Δύση και δυτικά παρασκευάσματα στην Ανατολή.
Σήμερα, αμφότερες οι λέξεις έχουν κάπως ξεχασθεί και η καθημερινότητα ολοσχερώς αλλάξει χάρη σε πλήθος παραλλήλων εξελίξεων (δεν τις κρίνω εδώ) – όχι μόνον χάρη στο Ιντερνέτ. Αλλά οι όροι ‘διεθνιστής’ και ‘κοσμοπολίτης’ δεν ήταν κατ’ ανάγκην αντίθετοι ή αλληλοαναιρούμενοι, όπως ίσως αρκετοί νομίσουν σήμερα. Ως εκ τούτου, φυσικώς (και όχι παραδόξως) οι ‘διεθνιστές’ Λένιν και Γκόρκι είχαν ευαρέστως ζήσει ως ‘κοσμοπολίτες’ σε πανάκριβο ξενοδοχείο στο Κάπρι, και αν δεν το έχετε υπόψει σας, αναθεωρείστε το ό,τι έχετε στο κλούβιο μυαλουδάκι σας και κρατείστε στη μνήμη σας ένα … ονοματάκι, όπως το Quisisana!
https://www.lalbatros.it/index.php/storia/173-maksim-gor-kij-e-vladimir-lenin-a-capri
https://en.wikipedia.org/wiki/Grand_Hotel_Quisisana
http://www.russinitalia.it/luoghidettaglio.php?id=35
Τους το επλήρωναν οι υψηλοί κηδεμόνες τους, δηλαδή οι τραπεζίτες χρηματοδότες τους, οι οποίοι ήταν οι πιο κομμουνιστές από όλους τους άλλους, τους βλάκες. Από τα χρόνια του Σαιν Σιμόν, του Φουριέ και του Καμπέ, η κάθε μορφή αριστερής νόησης και ‘κοινωνι(στι)κής’ δυστοπίας ήταν απλά και μόνον ένα δευτεροκλασάτο τραπεζιτικό πείραμα.
- Αριστερά σημαίνει Τράπεζα.
Αλλά υπήρχε ένα εγγενές πρόβλημα με τον διεθνισμό του κομμουνιστή Κιτσίκη, ο οποίος αναμφίβολα ανέδυε μία έντονη γεύση κοσμοπολιτανισμού. Και δεν γνωρίζω αν ποτέ του το αντιλήφθηκε ο ίδιος. Αμφότερες οι θεωρίες, νοοτροπίες, συμπεριφορές και καταστάσεις εμπεριέχουν μία απροσμέτρητη δόση τυραννικής αποικιοκρατίας και απροσχημάτιστης εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ωστόσο, πρεέπει να αναφέρω ότι τέτοιοι προβληματισμοί δεν υπήρχαν στην σφαίρα των ενδιαφερόντων και των αναζητήσεών μου κατά την περίοδο της γνωριμίας μου με τον Δημήτρη Κιτσίκη, αλλά εμφανίσθηκαν αργότερα, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αν τα όσα ισχυρίζομαι εδώ σας φαίνονται παράξενα, προσέξτε τα επόμενα:
‘Διεθνισμός’ κατ’ ουσίαν σημαίνει απόπειρα επίλυσης λάθος προσειλημμένων και μελετημένων προβλημάτων των κατά τόπους χωρών με μία (αζήτητη και αχρείαστη από τους κατά τόπον γηγενείς πληθυσμούς και εντόπια έθνη) προβολή ανάμεσα τους δυτικών θεωριών, οι οποίες συμπιλήθηκαν από αγνώστους (στους κατά τόπον γηγενείς πληθυσμούς και έθνη) δυτικο-Ευρωπαίους διανοητές, οι οποίοι θα ήταν ανίκανοι να περάσουν τους διαγωνισμούς έστω ενός πρώτου πανεπιστημιακού έτους σεμιναρίου εξειδικευμένου στην Ιστορία, την Φιλολογία, την Θρησκεία, την Τέχνη, την Σοφία, την Πνευματικότητα και τον Πολιτισμό οποιουδήποτε από τους κατά τόπον γηγενείς πληθυσμούς και έθνη, των οποίων τα ‘προβλήματα’ αυτοί οι δυτικο-Ευρωπαίοι διανοητές (και οι αφελείς οπαδοί τους) θα ήσαν τάχα ικανοί να επιλύσουν με τις θεωρίες τους.
Ο κάθε διεθνισμός και η κάθε αριστερή, κεντρώα, δεξιά, ακροδεξιά και ακροαριστερή πολιτική ιδεολογία, η οποία εμπεριέχει μία δόση ‘διεθνισμού’, είναι μία αγέρωχη αποικιοκρατική τυραννία, στηριγμένη στην αυθαιρεσία, ή μάλλον στην παράνοια, ότι ο Αλγερινός έχει τάχα ‘ανάγκη’ να ‘μάθει’ για τον Ρουσώ, ο Μαροκινός για τον Βολταίρο, ο Σουδανός για τον Κόλεριτζ, ο Ινδός για τον Σέξπηρ, ο Μεξικανός για τον Πέδρο Καλντερόν δε λα Μπάρκα, ο Περουβιανός για τον Μιγέλ δε Ουναμούνο, ο Αφρικανός της Μοζαμβίκης για τον Καμόενς, κοκ. Αυτό είναι μία άθλια προβολή βαρβαρισμού, επειδή οι κατά τόπους ιστορικώς γνωστοί μύστες, σοφοί, επιστήμονες, πνευματικοί ταγοί, καλλιτέχνες και πολυμαθείς διανοητές είναι και ανώτεροι των προαναφερμένων δυτικών, και -κυριώτερον- αποτελούν τους μόνους αυθεντικούς στυλοβάτες πολιτισμού: τους κατά τόπον εντόπιους.
Ο οποιοσδήποτε ‘διεθνισμός’ και η οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία αποτελούν βασικά στοιχεία ενός (από τους ολίγους υπαρκτούς) δυτικο-ευρωπαϊκού ρατσισμού και μία απάνθρωπη και αθλίως υποκριτική αποδοχή του ‘άλλου’ μέσα από την (προηγηθείσα) απόρριψή του. Ναι μεν ο Γάλλος αποικιοκράτης κατακτητής έχει συμπάθεια για τον Αλγερινό, αλλά αυτή είναι η συμπάθεια των δυτικο-Ευρωπαίων για τα κατοικίδιά τους. Ναι μεν ενδιαφέρεται ο Γάλλος αποικιοκράτης κατακτητής για τον Αλγερινό ‘συνάνθρωπό’ του, αλλά αυτό οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι, για να γίνει ‘συνάνθρωπος’, ο Αλγερινός απέρριψε συστηματικώς και ολοσχερώς τον εαυτό του και την πολιτιστικώς υψηλή ταυτότητά του για να εκβαρβαρισθεί με τον Ρουσώ, τον Ρενουάρ, τον Βικτώρ Ουγκό, τον Πασκάλ, τον Κικέρωνα και τον Θουκυδίδη. Αυτό λέγεται ‘αποδοχή των δούλων’, ή (αν προτιμάτε) ‘αποδοχή των μεθοδικώς εις δούλους μετατραπέντων εμβίων όντων’, και όχι αποδοχή του ‘άλλου’.
Θέλετε να δείτε την αντίθετη περίπτωση και την τρισάθλια και κτηνώδη αντίδραση του Γάλλου αποικιοκράτη κατακτητή σε κείνην; Πάρτε λοιπόν για παράδειγμα τον αυθεντικό Αλγερινό Βέρβερο και μουσουλμάνο! Αυτός παρέμεινε προσκολλημένος στην αντι-αραβική, παραδοσιακή (και όχι σύγχρονη) ισλαμική ταυτότητά του και στην απέραντη πολιτισμική υπεροχή του: αυτήν που του εξασφαλίζουν ο Ταμπαρί, ο αλ Μπιρούνι, ο αλ Χαμντάνι, ο Κόρντομπι, ο Ιμπν Χαζμ, ο Μοχυιεντίν Ιμπν Άραμπι, ο Τζάφαρ ας Σαντίκ, ο Ιμπν Μπατούτα, ο Ιμπν Χαλντούν, και ένας αστερισμός λαμπρών μυστών, σοφών και διανοητών προ των οποίων όλη η δυτικο-ευρωπαϊκή διανόηση και τα παράγωγά της (η Αρχαία Ψευτο-Ελλάδα και η Αρχαία Ψευτο-Ρώμη, όπως ψευδώς τις αναπαρέστησαν οι αναγεννησιακοί και μεταναγεννησιακοί Ευρωπαίοι ρατσιστές και αποικιοκράτες για να τις ‘πουλήσουν’ στον υπόλοιπο κόσμο – ως φύκια για μεταξωτές κορδέλλες) αποτελούν απάνθρωπα και αντιθεϊκά αίσχη.
Όμως αυτόν τον Αλγερινό, ο Γάλλος αποικιοκράτης κατακτητής τον ήθελε νεκρό και τον σκότωσε. Και μάλιστα το απροσμέτρητο γαλλικό άγος συνίσταται στο γεγονός ότι τον αυθεντικό Αλγερινό οι Γάλλοι εσκότωσαν ποικιλοτρόπως, συνεχώς και αδιαλείπτως. Τον δολοφόνησαν με σφαίρες. Τον εξόντωσαν με την επιβολή των γαλλο-‘σπουδαγμένων’ (συνεπώς αλλοτριωμένων και μεταλλαγμένων) τοποτηρητών τους: των αριστερών ‘διεθνιστών’ και των δεξιών ‘κοσμοπολιτών’. Συνέχισαν να πυροβολούν το νεκρό σώμα του με τους άνομους νόμους όλων των δήθεν αλγερινών κυβερνήσεων του τάχα ανεξάρτητου κράτους της Αλγερίας. Τον κατακρεούργησαν με την πολυεπίπεδη και αδιάλειπτη εμπλοκή τους στην αλγερινή καθημερινότητα και σε όλες της τις εκφάνσεις, ιδιαίτερα δε με την διάδοση των εκτρωμάτων του παν-αραβισμού (ψευδο-αραβικού εθνικισμού ή κρετινο-νασερισμού) και του ισλαμισμού (πολιτικό ισλάμ).
Αυτή είναι η μόνη ιστορική αλήθεια σχετικά με τους σχεδόν δύο αιώνες γαλλικής σκλαβιάς, τυραννίας και διανοητικής-εκπαιδευτικής-μορφωτικής-πολιτικής μόλυνσης της Αλγερίας. Ή με πολύ απλά λόγια: ήταν σαφώς πολύ καλλίτερα στην Αλγερία επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και αν διαφωνείτε, αυτοκτονείστε για να μη μολύνετε τον κόσμο έτι περισσότερο με την αριστερή-τυραννική-ρατσιστική λέρα σας!
Δεν υπάρχει παγκόσμιος πολιτισμός και δεν υπάρχουν πανανθρώπινες αξίες παρά μόνον για όσους έχουν πρώτα μελετήσει όλες τις γλώσσες, όλες τις λογοτεχνίες (γραπτές και προφορικές), όλες τις θρησκείες, όλες τις παιδείες, όλους τους πολιτισμούς και όλη την πνευματικότητα σε όλες τις ηπείρους. Χωρίς την πρότερη, αμερόληπτη και πολύπλευρη εμβάθυνση και κατανόηση των πολιτισμών και των παραδόσεων όλων των εθνών, όποιος ισχυρίζεται ότι μία έννοια ή μία αξία (εκ μέρους του εντοπισμένη σε ένα χώρο ή σε μία παράδοση) αποτελούν ‘πανανθρώπινη και παγκόσμια’ αρχή ή ιδέα είναι απλά και μόνον ένας άθλιος ρατσιστής, συνειδητός ή ασυνείδητος.
Αυτή είναι η αμετακίνητη κατάρα, η οποία έχει πέσει πάνω στην νεώτερη Δυτική Ευρώπη και την σέρνει στον όλεθρο και την τελική εξαφάνιση: ούτε η ‘εμπάθεια’, η ‘φιλάνθρωπη’ προσπάθεια να συμ+πάσχει με τον ‘άλλο’, του δυτικο-Ευρωπαίου και του βορειο-Αμερικανού έχει (ή μάλλον μπορεί να έχει) κάποιο σπέρμα ειλικρίνειας και αλήθειας.
- Η Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος είναι ο Δαίμων της Υποκρισίας αυτοπροσώπως.
Πάρτε για παράδειγμα την χολέρα, η οποία ακούει στο όνομα Black Lives Matter (BLM)! Αυτοί δεν ενδιαφέρονται για τους Μαύρους και τα δίκαιά τους. Και αυτό ισχύει διότι δεν μπορεί ποτέ κανείς να υπερασπίζεται τον ‘άλλο’, αν δεν τον γνωρίζει και δεν τον κατανοεί πρώτα – και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό. Οι οργανωτές και τα μέλη του BLM δεν έχουν ιδέα για την Αφρική, τους πολιτισμούς των Μαύρων, ή ακόμη την όλη ιστορία των Αφρικανών Αμερικανών.
Αν οι οργανωτές και τα μέλη του BLM είχαν ίχνος ειλικρίνειας στον σκοπό και στις προθέσεις τους, θα είχαν προσφέρει τουλάχιστον πολύμηνα εκπαιδευτικά σεμινάρια των στελεχών και των οπαδών τους στην Γκάνα, την Νιγηρία, την Σενεγάλη, το Μάλι, την Αλγερία, το Καμερούν, το Σουδάν, την Σομαλία, και άλλες χώρες – κορυφαία εδάφη αφρικανικού πολιτισμού και παράδοσης. Και δεν κάνω λόγο για εικονικά σεμινάρια σε δυτικότροπα πανεπιστήμια αφρικανικών πρωτευουσών όπου διδάσκουν οι δυτικο-‘σπουδαγμένοι’ και συνεπώς αλλοτριωμένοι και μεταλλαγμένοι τοποτηρητές των παρανοϊκών και ιδεοληπτικών δυτικών ακαδημαϊκών ελίτ, αλλά για hands-on σεμινάρια σε μακρινά χωριά χωρίς ηλεκτρισμό και τεχνολογία αλλά με ζωντανή την παράδοση της αφρικανικής καθημερινότητας σε όλες της τις εκφάνσεις.
Και εννοείται ότι η συνέχεια του σεμιναρίου θα δινόταν στις άθλια υποβαθμισμένες και οικτρά καταθλιπτικές φτωχογειτονιές Μαύρων στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις με τα εκεί επίσης απαραίτητα travaux pratiques. Τότε και μόνο τότε οι Αμερικανοί μετεκπαιδευόμενοι θα είχαν μία ιδέα για το τι είναι Black life (η Ζωή των Μαύρων). Με δεδομένο ότι “Black Lives Matter” στα αγγλικά σημαίνει ότι “Οι Ζωές των Μαύρων έχουν Σημασία”, κάποιος δικαιωματικά μπορεί να ερωτήσει:
– Αν δεν γνωρίζετε τι ακριβώς είναι οι “Ζωές των Μαύρων”, τότε πως διατείνεσθε ότι έχουν σημασία;
Και θα έχει δίκιο. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει κάτι το οποίο αγνοεί. Πόσο μάλλον την αξία του! Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Πολύ απλά, ότι η δυτικο-ευρωπαϊκών καταβολών υποκρισία της αμερικανικής αριστεράς δεν έχει κανένα σκοπό να υπερασπισθεί όντως (και απέναντι σε άλλους, ενδεχόμενους αρνητές της) την αξία της Ζωής των Μαύρων. Οπότε, παραπεμπόμαστε στο επόμενο ερώτημα:
– Ποιον ή μάλλον τι υπερασπίζονται οι οργανωτές και τα μέλη του ύστερου εκτρώματος BLM?
Αυτό είναι απλό να απαντηθεί: υπερασπίζονται το ανύπαρκτο είδωλο Μαύρου (ή Μαύρων) που με βάση την περισσή άγνοια της ιστορικής πραγματικότητας και την προβολή πάνω του δικών τους υποκειμενισμών, συναισθηματισμών και ιδεοληψιών (από τις οποίες άγονται και φέρονται) οι ίδιοι προξένησαν αυτο-εγκλωβιζόμενοι στον εξυπαρχής λαθεμένο κόσμο τους, αυτόν ο οποίος ξεκίνησε με την σατανική διαστροφή της Αναγέννησης.
Ακούγεται απίστευτο αλλά είναι πραγματικό: οι BLM σκοτώνονται και σκοτώνουν για ένα ανύπαρκτο είδωλο, ένα στρεβλό αντικατοπτρισμό της πραγματικότητας, και μία απατηλή οπτασία που δεν έχει καμμία σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα της ζωής των Μαύρων στις ΗΠΑ και στην Αφρική. Οπότε, η κάθε δράση τους αποτελεί μορφή και δείγμα υποκρισίας. Όπως και ο διεθνισμός των Μαρξ, Λένιν και Στάλιν, οι οποίοι είχαν το θράσος να νομίζουν ότι μπορούν να “φτειάξουν” ένα κόσμο τον οποίο οι ίδιοι ολότελα αγνοούσαν, βαθειά νυχτωμένοι στην τύφλα τους και την ιδεοληψία τους.
Γνωρίζω ότι στο μπλογκ του πρόσφατα ο Δημήτρης Κιτσίκης εκφραζόταν κατά του τερατουργήματος BLM, αλλά αυτό αποτελεί την οικτρή κατάληξη μιας μακράς σειράς υποκειμενισμών, υποκρισίας και αποικιοκρατικής τυραννίας. Αλλα΄δεν ξέρω τι από όλα αυτά αντιλαμβανόταν ο Δημήτρης Κιτσίκης ο οποίος δεν απέρριψε ποτέ του την γαλλική του παιδέία. Δεν συναντηθήκαμε και δεν μιλήσαμε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν πλέον εγώ είχα ολοσχερώς και αμετακλήτως απορρίψει τον πρότερο εαυτό μου.
Οπότε, ήταν ο Κιτσίκης ‘διεθνιστής’; Ναι, ως Γάλλος. Με την διεθνική ταυτότητα και την διεθνιστική θεώρηση του κόσμου τις οποίες δίνει σε κάθε Γάλλο η γαλλική αποικιοκρατική παράδοση και παιδεία. Αυτά είναι στοιχεία, τα οποία οι δυτικές ευρωπαϊκές χώρες (και τα παράγωγά τους) έχουν εμπεδώσει στην οργάνωση και την δομή των κρατών τους: Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Πορτογαλία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία. Και στην αντιπαλότητά τους προς αυτές αντίστοιχες δομές έχουν δημιουργήσει οι ηπειρωτικές μεγάλες δυνάμεις: Γερμανία, Ρωσσία, Αυστρουγγαρία (και συνεπώς Ουγγαρία, Τσεχία, Πολωνία, Σλοβακία) και Ιταλία. Το ίδιο αφορά και μερικές όμορες χώρες, όπως η Δανία, η Ελβετία, η Σουηδία, και η Φινλανδία.
Αλλά αυτά όλα είναι ανύπαρκτα στοιχεία παιδείας σε αποικίες των δυτικών αποικιοκρατών, όπως η Τυνησία, το Τσαντ, η Ελλάδα, η Ουγκάντα, η Ιορδανία, η Σερβία, η Αλβανία, ή το Μπάνγκλα Ντες. Και ακριβώς επειδή όλα αυτά είναι στοιχεία παιδείας και όχι εκπαίδευσης, και γι’ αυτό ήταν/είναι ανύπαρκτα σε όλους τους φουκαράδες δυτικο-‘σπουδαγμένους’ Έλληνες, οι οποίοι -έχοντας εμπεδώσει την από δυτικούς αποικιοκράτες και ντόπιους εντολοδόχους προκάτ ψευτο-παιδεία της Ψωροκώσταινας- πήγαιναν/πηγαίνουν στην Ευρώπη και στην Αμερική για κάποιες μεταπτυχιακές σπουδές και ένα διδακτορικό στυλ “bon pour l’Orient” και έπειτα επέστρεφαν/επιστρέφουν για να λειτουργήσουν δυστυχώς ως άθλιοι τοποτηρητές αποικιοκρατών, ανυποψίαστοι εθνοπροδότες εφ’ όρου ζωής, εθελόδουλοι λούστροι και υμνητές των χωρών όπου είχαν σπουδάσει, γλοιώδεις κηφήνες μιας απίστευτα παρανοϊκής υποτέλειας, και κουρδισμένοι υποστηρικτές των θέσεων των καθηγητών τους. (https://en.wikipedia.org/wiki/Bon_pour_l%27Orient)
Και ακριβώς ο Δημήτρης Κιτσίκης, ο οποίος είχε σπουδάσει και πάρει διδακτορικό στυλ “bon pour la France”, υπερείχε όλων των Ελλήνων συναδέλφων του σε βαθμό που φαινόταν έντονα. Ποια ήταν η διαφορά του από τους εν Ελλάδι ‘καθηγητές’;
Η διαφορά μίας θέσης με δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) στο Συμβούλιο Ασφαλείας και μίας θέσης στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Ή, αν το προτιμάτε σε εντελώς προσωπικό επίπεδο, η διαφορά του Ντε Γκωλ με κάποιον (πως τον είπαμε; α, ναι!) …. Καραμανλή!
V. Ο Δημήτρης Κιτσίκης και ο ‘κοσμοπολιτανισμός’ του
Όπως προανέφερα, ο Κιτσίκης απέπνεε επίσης ένα έντονο κοσμοπολιτανισμό. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι στα νέα ελληνικά χρησιμοποιώ αυτό τον όρο, και όχι την λάθος αποδοθείσα λέξη ‘κοσμοπολιτισμός’. Ένας ‘κοσμοπολίτης’ είναι ένα εύκολα προσαρμοζόμενο άτομο στην διεθνούς επιπέδου (και όχι την ανά σημείο τοπική) καθημερινότητα, όπου αυτή ενδεχομένως ευρίσκεται, σε οποιαδήποτε ήπειρο και σε οποιοδήποτε κλίμα. Η λέξη ‘κοσμοπολίτης’ είναι ολοσχερώς άσχετη με την λέξη ‘πολιτισμός’.
Όμως στην νεοελληνική μετάφρασή της, αν βεβαίως αποδεχθούμε την απόδοση ‘κοσμοπολιτισμός’ (από το γαλλικό cosmopolitisme), τότε άθελά μας αναπαράγουμε την λέξη ‘πολιτισμός’ ολόκληρη μέσα στην μεταφραζόμενη λέξη, και αυτό είναι πολύ λάθος διότι ο όρος ‘κοσμοπολίτης’ σχετίζεται βασικά με τον κόσμο και όχι με τον πολιτισμό. Αντίθετα, η προσαρμογή του αγγλικού όρου (cosmopolitanism) δεν εμφανίζει τέτοιου είδους προβλήματα κατά την νεοελληνική απόδοση. Στα ρωσσικά ο όρος αποδίδεται ως космополитизм (κοσμοπολιτίζμ), και στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμμία γλώσσα από τις παραπάνω (ή και σε άλλες) αυτός ο όρος δεν παραπέμπει στην λέξη ‘πολιτισμός’.
Για να καταλάβει κάποιος τι όντως είναι και τι δεν είναι ένας ‘κοσμοπολίτης’, πρέπει σαφέστατα να έχει ζήσει και φοιτήσει ή εργασθεί (με άλλα λόγια εντρυφήσει στην καθημερινότητα) για τουλάχιστον επτά (7) χρόνια συνολικά σε τουλάχιστον τρεις (3) διαφορετικές χώρες, άλλες από τον τόπο (ή τους τόπους) καταγωγής και γέννησής του, και με ένα ελάχιστο όριο παρουσίας τουλάχιστον δύο ετών ανά τόπο.χώρα. Επιπλέον και κυριώτερον, οι τρεις αυτές χώρες θα πρέπει να είναι μεταξύ τους όντως διαφορετικές, δηλαδή πολιτιστικά διακρινόμενες ως άσχετες.
Με άλλα λόγια, ένας Έλληνας, ο οποίος εργάζεται 10 χρόνια συνολικά σε Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία και Αγγλία, δεν είναι κοσμοπολίτης. Είναι απλώς κάτι περισσότερο από ένα κοινό Έλληνα, ο οποίος δεν ταξίδευσε ποτέ του εκτός Ελλάδας. Γιατί; Διότι οι τέσσερις χώρες, των οποίων την καθημερινότητα εγνώρισε για 10 συναπτά έτη, είναι πολιτιστικά και πολιτικά κοντινές, και συνεπώς οι διαφορές του περιγύρου ελάχιστες, ακόμη και αν στην Αγγλία οδηγούν ανάποδα από το κανονικό και έχουν παράξενα συστήματα και μονάδες μέτρησης.
Εδώ πρέπει να αποσαφηνίσω ότι ένας ταξειδιώτης (ή τουρίστας) δεν είναι ποτέ του κοσμοπολίτης, ακόμη και αν ταξειδεύσει σε πάνω από 100 χώρες του κόσμου. Η εντρύφηση, εξοικείωση και προσαρμογή στην διαφορετική κατά τόπο και κατά κλίμα καθημερινότητα δίνει το μέτρο του κοσμοπολιτανισμού.
Βεβαίως, σε μία σπάνια περίπτωση, αν κάποιο άτομο δεν ταξειδεύσει σε άλλες χώρες, αλλά μένοντας στον τόπο του, καλλιεργήσει ένα έντονο ενδιαφέρον για άλλα έθνη, πολιτισμούς, γλώσσες και θρησκείες και με ιδιαίτερα μαθήματα μάθει ξένες γλώσσες από 4-5 διαφορετικά σημεία της γης, μελετήσει τις διαφορετικές λογοτεχνίες τους, και στην συνέχεια κρατήσει στην συντροφιά του άτομα από εκείνα τις χώρες που ζουν στον τόπο του και που του εδίδαξαν τις γλώσσες, τότε αυτό το άτομο σαφέστατα και έχει αποκτήσει μία αίσθηση και θεωρία κοσμοπολιτανισμού.
Μία απλή περίπτωση περιγραφής κοσμοπολιτανισμού είναι το παράδειγμα ενός Γάλλου, ο οποίος έζησε στο Αλγέρι, στο Κονγκό, και στο Ποντισερί (Pondicherry) συνολικά επτά (7) χρόνια. Ή η περίπτωση ενός Ιταλού, ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια, στο Μογκαντίσου και στο Μπουένος Άιρες τόσα χρόνια.
Εξυπακούεται ότι ο γκλομπαλισμός (όχι μόνον ως θεωρία αλλά και ως τεχνολογικώς υποστηριγμένη καθημερινότητα κυρίως εξαιατίας του Ιντερνέτ) αποτελεί κίνδυνο-θάνατο για τον κοσμοπολιτανισμό. Στις ελάχιστες αναρτήσεις του Δημήτρη Κιτσίκη, τις οποίες πρόλαβα να διαβάσω στο μπλογκ του, διέκρινα μία σαφέστατη, σκληρή και σχεδόν απανταχού παρούσα κριτική του γκλομπαλισμού, και το θεώρησα κάτι περισσότερο από αυτονόητο: ένας κοσμοπολίτης αποστρέφεται τον γκλομπαλισμό τόσο όσο ο διάβολος το λιβάνι.
Για να προλάβω παρερμηνείες, σπεύδω να εξειδικεύσω και τι δεν είναι ως πρακτική εμπειρία ζωής ο κοσμοπολιτανισμός. Λοιπόν, όσο και αν φανεί παράξενο, είναι σαφέστατο ότι κοσμοπολιτανισμός δεν συνεπάγεται συγχρωτισμό με τον ανά χώρα εντόπιο πολιτισμό. Στα αυτιά ενός ανθρώπου με μη εμπειρία καθημερινότητας σε άλλες χώρες αυτό ηχεί περίεργα. Και όμως! Υπάρχουν στην Παγκόσμια Ιστορία αρκετές μορφές κοσμοπολιτανισμού. Όμως, η νεώτερη, δυτική ή δυτικο-ευρωπαϊκή, αποικιοκρατική μορφή κοσμοπολιτανισμού (που είναι το τι σήμερα ο περισσότερος κόσμος εννοεί χρησιμοποιώντας αυτή την λέξη) είναι μία αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση την οποία πρέπει κάποιος να περιγράψει εδώ εν συντομία.
Εξαιτίας της αποικιοκρατικής εξάπλωσης ορισμένων δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών σε όλες τις ηπείρους, δημιουργήθηκαν σε ορισμένες πόλεις διαφόρων αποικιών-χωρών (ή τουλάχιστον σε μία πόλη) γειτονιές (συνήθως μία ανά πόλη) όπου οι ξένοι ‘κατακτητές’ (γιατί αυτό ήσαν όλοι τους κυριολεκτικά) έμεναν σε κτήρια καλλίτερα κτισμένα από τα συνήθη εντόπια. Στις γειτονιές αυτές, οι οποίες διαμορφώθηκαν γύρω από τις εκεί όποιες πρεσβείες ή προξενεία, ανεγέρθηκαν ξενοδοχεία για τους εμπόρους, τους στρατιωτικούς, τους ερευνητές, τους δημοσιογράφους, τους κάθε είδους μηχανικούς, ή ακόμη και τους βιομήχανους, οι οποίοι θα ήσαν περαστικοί από εκεί, πριν ενδεχομένως και αυτοί με την σειρά τους ανεγείρουν ένα θεόρατο οικοδόμημα ως κατοικία (δεδομένου ότι το εκεί εργατικό κόστος ήταν μηδενικό).
Συνεπαγωγικά, οι γειτονιές αυτές ‘εμπλουτίσθηκαν’ με εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, λέσχες, βιβλιοθήκες, ιδιωτικά σχολεία, πανεπιστήμια, αθλητικούς ομίλους, και τελικώς καμπαρέ, όπου ‘έξυπνες’ ντόπιες κοπέλλες, αποκηρυγμένες από τις δύστηνες οικογένειές τους αλλά κατάλληλα προστατευμένες από τα τοπικά όργανα της αποικιοκρατικής τάξης (που όμως έτσι εκβιάζονταν να προδώσουν την πίστη τους για το εξευτελισμένο και κακορίζικο ξεροκόμματο που κέρδιζαν ως μισθό), εκπορνεύθηκαν αντί πινακίου φακής, γενόμενες πλουσιώτερες από τους κακότυχους εντόπιους ιμάμηδες, σοφούς, νομομαθείς θεολόγους, παραδοσιακούς ιατρούς, και όλη την παλαιά εντόπια ελίτ, η οποία κυριολεκτικά σύρθηκε στην λάσπη εξαιτίας της κακουργηματικής παρουσίας των ξένων αποικιοκρατών.
Αυτή είναι η οικτρή βάση του νεώτερου δυτικο-ευρωπαϊκού, αποικιοκρατική κοσμοπολιτανισμού: η διαφθορά του κατά τόπον ‘άλλου’ με την δημιουργία εντοπίων ραγιάδων των μυσαρών Γάλλων, Άγγλων, και λοιπών. Έτσι λοιπόν προέκυψε μία κατάσταση, κατά την οποία σε μία μεγάλη γειτονιά στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στο Χαρτούμ, στην Ασμάρα, στο Άντεν, στο Μογκαντίσου, κοκ, κάποιος μπορούσε να ζήσει ακριβώς όπως στην Γένουα, στην Μασσαλία, στην Βοστώνη, ή ακόμη σε μία άλλη αντίστοιχη γειτονιά στην Τύνιδα, στο Ντακάρ, στην Βομβάη, στη Σιγκαπούρη ή στο Χονγκ Κονγκ. Η εξοικείωση με την ζωή σε αυτές τις γειτονιές ποικίλων χωρών ήταν το αρχικό στάδιο του νεώτερου κοσμοπολιτανισμού.
Αλλά μόνοι τους οι Γάλλοι και οι Άγγλοι στρατιωτικοί δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν επί πολύ την κατάσταση. Οπότε, έπρεπε να διαφθείρουν. Συνεπώς χρειάζονταν Βέλγους μηχανικούς, Γερμανούς φυσιοδίφες και αρχαιολόγους, Αυστριακούς χημικούς, Ιταλούς και Έλληνες εμπόρους και βιομήχανους, Αρμένιους μεταφραστές/διερμηνείς, και Ιουδαίους τοκογλύφους και εκδορείς, καθώς και αρκετούς άλλους οι οποίοι, όλοι μαζί, έστησαν μία επιτυχημένη σμικρογραφία δυτικο-ευρωπαϊκής πόλης στην συγκεκριμένη γειτονιά. Για να κυριολεκτούμε, επρόκειτο για πολιτιστικό καρκίνωμα.
Καθώς οι κοινότητες ξένων, οι οποίοι θησαύριζαν με την διάβρωση και την διαφθορά των εντοπίων θυμάτων, αυξάνονταν αριθμητικά, η κατάσταση έπαιρνε διαστάσεις χιονοστιβάδας διότι οι ντόπιοι συνεργάτες αυξάνονταν και έτσι στην Αλεξάνδρεια (για παράδειγμα) δεν απαιτούντο μόνον γαλλομαθείς και αγγλομαθείς γραφιάδες και μεταφραστές, αλλά επίσης και χτίστες, σωφέρ τραμ, και πλήθος άλλων εργατικών χεριών των οποίων η συστηματική στρατολόγηση για το διαβρωτικό έργο δικαιολογήθηκε ως ‘βελτίωση της τοπικής οικονομίας’, ‘καλλίτερη ζωή για τους ντόπιους εργάτες’, ‘οικονομική άνεση’, ‘άνοδος του βιωτικού επιπέδου’, ‘ποιότητα ζωής’ και με όλες τις άλλες αηδίες, τις οποίες η τυραννική λύσσα της Δύσης ξέρει να αραδιάζει.
Ασφαλώς και υπήρχε κατά τόπους interaction. Οι Ιταλοί ζαχαροπλάστες περνούσαν αρκετή ώρα για να εξηγήσουν στους Αιγύπτιους υπαλλήλους τους πως σερβίρουν και πως φτειάχνουν τον μπακλαβά ή την σφολιάτα. Οι Έλληνες οινοποιοί, όπως ο Γιανακλής, καθημερινά συνεργάζονταν για πολλές ώρες με τους εργάτες τους, για να παραχθούν τα καλά κρασιά τους. https://gianaclisegypt.com/wines/
https://en.wikipedia.org/wiki/Egyptian_wine#History
Αλλά στο τέλος της ημέρας, οι Έλληνες μάνατζερς γυρνούσαν στο σπίτι τους στην ‘καλή’, νεόδμητη, ‘ευρωπαϊκή’ (ή, αν προτιμάτε, ‘πολυτελή’) γειτονιά της Αλεξάνδρειας, ενώ οι εργάτες επέστρεφαν στις πρωτόλειες τρώγλες τους, αφού περνούσαν και λίγη ώρα στο τζαμί της δικής τους μίζερης γειτονιάς, για την οποία ντρέπονταν, αν την συνέκριναν με την ‘άλλη’. Οπότε, ανάμεσα στους ντόπιους, οι λέξεις ‘πρόοδος’, ‘πλουτισμός’ και ‘βελτίωση’ κατέληξαν να είναι συνώνυμες της ‘δουλείας’, της ‘υποτέλειας’ και της ‘δουλικότητας’.
Και για να δώσουμε μία πλήρη εικόνα του αίσχους, τα σκληραγωγημένα και ηλιοψημένα από τις εργατικές απασχολήσεις αγόρια των εντοπίων συνοικιών δεόντως ‘τακτοποίησαν’ και τα καλομαθημένα, άβγαλτα και ντροπαλά αγόρια των δυτικο-ευρωπαϊκών οικογενειών, έτσι βγάζοντας ‘παραδάκι’ και προξενώντας συνωστισμό ομοφυλοφίλων στα πολιτιστικά καρκινώματα αυτά, δηλαδή τις γειτονιές ‘δυτικών’. Αυτό είναι όλο το μυστικό του Καβάφη, και όλων των Καβάφηδων που τέτοιες αναμείξεις προξενούν.
Οπότε, κοσμοπολιτανισμός είναι ουσιαστικά η παραμονή, εξοικείωση και προσαρμογή στην καθημερινότητα της Μανσίγια στην Αλεξάνδρεια και του Ζαμάλεκ ή της Μασρ Γκεντίντα ‘Ηλιούπολης’ του Καΐρου. Δεν αποτελεί λοιπόν απόλυτο, αληθινό και πραγματικό συγχρωτισμό με τον κατά τόπο πολιτισμό ο νεώτερος δυτικο-ευρωπαϊκός κοσμοπολιτανισμός. Συνίσταται στην διαβίωση σε δυτικο-ευρωπαϊκών επιπέδων γειτονιές και στην πολυτελή (για τα τοπικά μέτρα) καθημερινότητα, στην δια-δράση με τους εντόπιους, και στην εξοικείωση με τα ήθη, έθιμα, παραδόσεις και αξίες των εντοπίων (φερ’ ειεπείν οι εταιρείες αργούν κατά το Άιντ αλ Φιτρ ή το Άιντ αλ Άντχα), αλλά δεν αποτελεί ταύτιση με τον κατά τόπους τρόπο ζωής και καθημερινότητα.
Με άλλα λόγια λοιπόν αν θεωρήσουμε την κοινωνική (και όχι μόνον επαγγελματική) συναναστροφή ως όρο απαραίτητο για το τι χαρακτηρίζουμε ως ‘συγχρωτισμό’, τότε αυτό δεν συνέβηκε παρά μόνον σε ελάχιστες περιπτώσεις, οι οποίες απλά και μόνον επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Για να το πούμε περιληπτικά, κοσμοπολιτανισμός είναι αποικιοκρατικός ελιτισμός. Και σε καμμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ενδιαφέρον και σεβασμό για τον τοπικό πολιτισμό, παιδεία, παράδοση και αξίες.
Ο Δημήτρης Κιτσίκης συνδύαζε και την παράδοση (πρόγονοι από διαφορετικές καταβολές, οι οποίες περιλάμβαναν κοσμοπολίτικες εμπειρίες), και την αίσθηση-θεωρία (που όπως είπα είναι κάτι το σπάνιο), και την εμπειρία (εκ σταδιοδρομίας) του κοσμοπολιτανισμού. Μπορούσε μάλιστα να την εκφράζει σε ανύποπτο χρόνο και σε τεράστια έκταση. Για παράδειγμα, μου είχε προξενήσει εντύπωση ότι, όταν έμαθε για την ζωή, τις απασχολήσεις και τα ταξείδια μου από Αίγυπτο σε Σουδάν και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Αφρικής, αμέσως αναφέρθηκε (δημοσιεύοντας στο Ιντερνέτ τμήματα της αλληλογραφίας μας, τα οποία θα αναδημοσιεύσω προσεχώς) στον Αδριανό Δανίνο, ένα Αιγυπτιώτη Έλληνα ο οποίος ήταν ο πρώτος οραματιστής του Μεγάλου Φράγματος του Ασουάν. Αν και εκ συστήματος δεν έχω σχέσεις με την όποια τυχόν ελληνική κοινότητα σε τόπους όπου ζω, εγνώριζα ήδη τον εξαιρετικό Αιγυπτιώτη γεωπόνο. https://hellenicbookclub.blogspot.com/2021/08/2020.html
Αλλά για ένα πολιτικό επιστήμονα με κύριο ενδιαφέρον τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε όλο τους το πλάτος, βάθος και ύψος, ο οποίος είχε βασικά μοιράσει την ζωή του ανάμεσα σε Γαλλία, Καναδά, Ελλάδα και Τουρκία, η αναφορά στον Αδριανό Δανίνο αποτελούσε περισσή απόδειξη ενός υπερεκχειλίζοντος κοσμοπολιτανισμού, ο οποίος βρισκόταν πάντοτε στις άκρες των χειλιών και της γραφίδας του Δημήτρη Κιτσίκη. Και αυτή η διάσταση του πνεύματος και του χαρακτήρα του τον τοποθετούσε πολλά επίπεδα παραπάνω από τον επαρχιωτισμό και την μιζέρια των ελληνικών ψευδο-πανεπιστημίων, από τα οποία -ευτυχώς για κείνον και δυστυχώς για τους φοιτητές- κρατήθηκε μακριά. Θα ήταν τρομερό σοκ για τον μέσο Έλληνα φοιτητή η εγγύτητα με μία ελεύθερη και αδέσμευτη διάνοια όπως ο Δημήτρης Κιτσίκης. Αμετάκλητα θα του κατέστρεφε το σκοτάδι το οποίο διδάσκεται εν Ελλάδι ως γνώση, το ψέμμα το οποίο παρουσιάζεται ως αλήθεια, όπως επίσης και την πατριδοκαπηλεία, την μισαλλοδοξία, τον αισχρό καθωσπρεπισμό, και τον υπέρμετρο αρνητισμό που προβάλλονται ως δήθεν αξίες.
Έτσι λοιπόν, κλείνοντας αυτή την ενότητα, θα έλεγα μάλιστα ότι ο Δημήτρης Κιτσίκης ‘πήρε’ κυριολεκτικά τον κοσμοπολιτανισμό στο επόμενο επίπεδο, αν κρίνω από τον τραγικά τελευταίο τίτλο, τον οποίο πρόλαβε και ανάρτησε στο μπλογκ του, χωρίς ωστόσο να προσθέσει περιεχόμενο (κείμενο): ‘Ευρασιανισμός κατά Ενδιαμέσου Περιοχής’. Πως ένας τίτλος τεσσάρων λέξεων οδηγεί σε τέτοια συμπεράσματα; Ευτυχώς, πριν τελειώσει τις αναρτήσεις του, ο πνευματικός (περισσότερο από όσο εμπερικός) κοσμοπολίτης Δ. Κιτσίκης προσέθεσε ένα υπότιτλο οκτώ λέξεων: ‘Η ακατάπαυστη μάχη του Ηρακλέους κατά του Οδυσσέως’. https://endiameseperiochenea.blogspot.com/
Για σκεφθείτε το! Η Ευρασία για τον Ηρακλή και η Ενδιάμεση Περιοχή για τον Οδυσσέα. Ταιριάζει! Είναι σαν να λέμε ‘Πόλεμος και Ειρήνη’. Τολστοϊκός; Όχι! Εξαιρετικός Κοσμοπολίτης του Πνεύματος ο Κιτσίκης.
VI. Ο Δημήτρης Κιτσίκης και το έργο του
Ο Δημήτρης Κιτσίκης έφυγε. Ο Δημήτρης Κιτσίκης είναι εδώ. Θα αποτελούσε κοινοτυπία να πει κάποιος ότι ο μεταστάς επιζεί για πάντα μέσω του έργου του. Αυτό είναι αυτονόητο, τουλάχιστον στον βαθμό που μία καταστροφή δεν καίει τα όσα εναπομένοντα χειρόγραφα κάποιου έργου. Αλλά άλλο ένα έργο ως απόθεμα γνώσης και άλλο ένα έργο ως πνευματικό-ηθικό πρότυπο και μέθοδος προσέγγισης στο γνωστικό αντικείμενο. Άλλο ένα έργο με πλήρη υπομνηματισμό και βιβλιογραφία (κάτι που έκαναν πιο παλιά μερικοί γραφιάδες και τώρα πια απαιτεί μισό λεπτό αυτοματισμού κάποιου κομπιούτερ) και άλλο ένα έργο με πνοή, ζωή και αγάπη. Και αυτή την σπάνια περίπτωση έργου βρίσκω σε όσα βιβλία, άρθρα και άλλα κείμενα του μεταστάντος φίλου μου έχω διαβάσει.
Πολλοί πιστεύουν ότι στον Δημήτρη Κιτσίκη παρατηρείται μία ‘μετακίνηση’ από μία δεδομένη αρχική επιστημονική θεματολογία στην αρχή της σταδιοδρομίας του σε μία περισσότερο πνευματική-πολιτιστική-πολιτική εμβάθυνση και κριτική σε πιο πρόσφατες περιόδους. Δεν το νομίζω. Ήταν ένα ολοκληρωμένο και κατασταλαγμένο άτομο ήδη στα 55 του, όταν ακόμη συναντιόμασταν.
Θυμάμαι την συζήτηση που εκάναμε γύρω από ένα χειρόγραφο γράμμα, το οποίο του το είχα δείξει, αφού το είχα μόλις παραλάβει από τον Ζαν Μπατίστ Ντυροζέλ (Jean Baptiste Duroselle), απάντηση στο δικό μου γράμμα με το οποίο είχα επίσης αποστείλει στον κορυφαίο Γάλλο ακαδημαϊκό την γαλλική μετάφραση και την φωτοτυπία της δημοσιευμένης στον Οικονομικό Ταχυδρόμο Συνηγορίας μου υπέρ του βιβλίου του εξαιρετικού ιστορικού και πολιτικού επιστήμονα, τον οποίο τα βρωμερά σκυλιά της Ελλάδας είχαν ομαδικώς, αισχρώς και παρανοϊκώς εξυβρίσει για την εξαιρετικά γραμμένη και αντικειμενική ‘Ευρώπη. Ιστορία των Λαών της’, η οποία δεν τους άρεσε επειδή κατακρήμνιζε τα ψέμματά τους και την διαστροφή τους, την ψευτοϊστορία τους και την ανωμαλία τους.
Ήταν μία σχετικώς παράξενη συγκυρία: χωρίς να είμαι ο θεματικώς καλλίτερα τοποθετημένος για να υποστηρίξω την Ιστορία του Ντυροζέλ, είχα αντιδράσει ενστικτωδώς ενώπιον του αίσχους του νεοελληνικού βόθρου, της άγνοιας, της αμορφωσιάς και της παράνοιας. Γιατί χρειαζόταν λοιπόν ένας αιγυπτιολόγος-ασσυριολόγος, ένας ανατολιστής δηλαδή, να αντιδράσει στα όσα γράφονταν στην Ελλάδα (μία χώρα των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) εναντίον ενός βιβλίου για την Ιστορία της Ευρώπης; Ο λόγος ήταν πάνω από όλα ηθικός – και δευτερευόντως ακαδημαϊκός-μορφωτικός.
Και η ηθική διάσταση της εν Ελλάδι υπόθεσης Ντυροζέλ δεν έχει καν συζητηθεί μέχρι σήμερα. Ούτε και αναιρείται από την ακαδημαϊκή-μορφωτική διάσταση του θέματος, όποια και αν είναι αυτή. Για ένα εξειδικευμένο θέμα ομιλούν μόνον οι επαΐοντες. Και στον σιχαμερό βόθρο ‘Ελλάδα’ εμίλησαν τότε όλα τα αμόρφωτα σκουλήκια, αρχής γενομένης από τον ανίδεο Αλεπουδέλη (γνωστό με το ψευδώνυμο ‘Ελύτης’ και χάρη στο ψευδο-βραβείο Νόμπελ), ο οποίος -αν δεν είχε καταβληθεί ένα υπέρογκο ποσό εκ μέρους πολλών Ελλήνων εφοπλιστών από κοινού και κατόπιν αιτήματος της τότε κυβέρνησης στον διεθνή οργανισμό- δεν θα έβλεπε το εν λόγω βραβείο ούτε με τα κυάλια.
Και αυτή είναι η κατάπτυστη στάση των Ελλήνων ψευδο-ακαδημαϊκών και των αποβρασμάτων των δήθεν πανεπιστημίων, όπως εκφράσθηκε από τον τιποτένιο κλόουν της Ιστορίας Μιχαήλ Σακελλαρίου: αντί να στραφούν εναντίον του άξεστου μέσου Έλληνα, ο οποίος από απροσμέτρητο κόμπλεξ κατωτερότητος έκανε γαργάρα ύβρεων στο βρωμόστομά του, προτίμησαν να ‘εκπροσωπήσουν’ αυτόν τον ρυπαρό ψευτο-ελληνικό λαό και έτσι να εμφανισθούν διεθνώς στην κορυφή της πυραμίδος περιττωμάτων ‘Ελλάς’ ως δήθεν διαμαρτυρόμενοι για την μικρή θέση που είχε τάχα δώσει ο Ντυροζέλ στην Ελλάδα μέσα στο βιβλίο του.
Η παράξενη συγκυρία ήταν λοιπόν ότι ο Ντυροζέλ, ο οποίος ήταν φίλος του αιγυπτιολόγου και ανατολιστή καθηγητή μου Ζαν Λεκλάν (τότε Ισόβιου Γραμματέα της Γαλλικής Ακαδημίας των Επιγραφών και των Καλών Γραμμάτων), ήταν και καθηγητής του Δημήτρη Κιτσίκη, και μάλιστα ένας από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής κατά την υποστήριξη. Καθώς συζητούσαμε για το θέμα, ο Δ. Κιτσίκης αποφάσισε να γράψει και εκείνος ένα άρθρο για το θέμα, το οποίο έκανε την Ψωροκώσταινα ρεντίκολο, όπως της άξιζε, στα μάτια όλου του επιστημονικού κόσμου. Και όσους δεν το ξέρουν μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ήδη τότε ο συνομιλητής μου θεωρούσε το όλο πρόβλημα της στρεβλής και ανύπαρκτης εκπαίδευσης και της άρρωστης παιδείας της Ελλάδας, καθώς και του εκεί επιβληθέντος και επικρατούντος ψευδοϊστορικού δόγματος, ως κυρίως οφειλόμενο στο τοπικό κατεστημένο, εναντίον του οποίου τόσο πολύ καταφέρθηκε και πιο πρόσφατα μέσω του μπλογκ του.
Ωστόσο, ο Δημήτρης Κιτσίκης και εγώ ήμασταν και παραμείναμε για πάντα τρομερά διαφορετικοί στις κοσμοαντιλήψεις μας, στην προσέγγισή μας στην Ιστορία, και στις θεωρητικές μας αρχές και αξίες. Ακόμη και ο ίδιος χώρος μας έλεγε εντελώς άλλα πράγματα. Στην Καισάρεια, ο Κιτσίκης έβλεπε τον Ερέτνα, και εγώ τον Ανίτα.
https://de.wikipedia.org/wiki/Eretna & https://en.wikipedia.org/wiki/Eretnids
https://en.wikipedia.org/wiki/Anitta_(king) & https://en.wikipedia.org/wiki/K%C3%BCltepe
Την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Κιτσίκης έβλεπε ως το φυτώριο μιας ελληνο-τουρκικής συνομοσπονδίας. Εγώ την θεωρώ ως ένα οικτρά αποτυχημένο κακέκτυπο του Ιράν. Προτιμώ μάλιστα κατά πολύ τους Ακκουγιουνλού (Δυναστεία του Άσπρου Προβάτου) από τους Οθωμανούς.
Από όλους τους σουλτάνους, ο Κιτσίκης θαύμαζε τον Σουλεϋμάν Μεγαλοπρεπή, ενώ εγώ προτιμώ τον Σελίμ Α’ (1512-1520), αν και στον ίδιο βαθμό εκτιμώ και τον αντίπαλό του Ισμαήλ Σαφαβί (1501-1524). Και από τους δύο ανώτερο, ικανώτερο και πολύ πιο μορφωμένο θεωρώ τον ριψοκίνδυνο, παρορμητικό στρατηλάτη και συγγραφέα Μπάμπουρ (1497-1530 σε Σαμαρκάνδη, Φεργάνα και Καμπούλ/1526-1530 στο Δελχί), θεμελιωτή της πανίσχυρης Μουγάλ Αυτοκρατορίας της Νότιας Ασίας (και όχι ‘της Ινδίας’, όπως κακώς ονομάζουν το κράτος εκείνο οι σύγχρονοι αποικιοκράτες ιστορικοί).
Στην Άγκυρα το 1402, ο Κιτσίκης θα ήταν στο πλευρό του Βαγιαζίτ Α’ και εγώ φυσικά με τον Τιμούρ (Ταμερλάνο).
Ευρασία εγώ, Ενδιάμεση Περιοχή ο Κιτσίκης. Πλήθωνα εκείνος, Μιχαήλ Ψελλό εγώ.
Το κέντρο του κόσμου για τον Κιτσίκη ήταν τα Νότια Βαλκάνια, το Αιγαίο και η Ανατολία. Για μένα, το κέντρο ή μάλλον ο άξονας, γύρω από τον οποίο γυρίζει ο κόσμος, είναι η καμπύλη που ξεκινάει από τον Νείλο, περνάει από την Μεσοποταμία και το Ιράν, και μέσω Κεντρικής Ασίας φθάνει στον Κίτρινο Ποταμό.
Στην Τουρκία, ο Κιτσίκης προτιμούσε τον Τουργκούτ Οζάλ και τον Ερντογάν, αλλά εγώ τον Ετσεβίτ (που διάβαζε σανσκριτικά) και τον Νετσμετίν Ερμπακάν. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει. Ο Δημήτρης Κιτσίκης με εκτιμούσε ιδιαίτερα και μάλιστα το έγραφε δημόσια, και εγώ έτρεφα για εκείνον πάντοτε αμοιβαία συναισθήματα. Σε φίλο μου, ο οποίος μια φορά κατέφθασε ορμητικός με μία λίστα πέντε εμφανών λαθών του Κιτσίκη, του απάντησα ότι με τις απαριθμήσεις χάνεται η ουσία, η οποία είναι απροσμέτρητη. Κατέληξα:
– Τα λάθη του βαθμολογούνται στην δεκάδα, και τα σωστά του στο εκατομμύριο. Τι θέλεις να προσθαφαιρέσεις;
Αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να καταλάβει ο μέσος φουκαράς και επαρχιώτης Νεοέλληνας: δεν μπορεί να χωνέψει ότι είναι δυνατόν να εκτιμάς, να επαινείς, να σέβεσαι, να θαυμάζεις, και ακόμη να αγαπάς κάποιον με τον οποίον διαφωνείς απόλυτα και σε πολλά θέματα. Αν η προσωπική εκτίμηση στηρίζεται σε θεωρητική ταυτότητα, ιδεολογική ταυτοσημία, και επιστημονική συμφωνία, σε ομοϊδεατισμό και κοινή καταγωγή ή πίστη, τότε έχουμε να κάνουμε με την μεροληπτική στάση και δράση των γκάνγκστερς.
Συνεπώς το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι μόνον ακαδημαϊκό, εκπαιδευτικό και μορφωτικό. Είναι βασικά ηθικό. Δηλαδή δεν είναι πρόβλημα μόνον το γεγονός ότι μαθαίνουν μία ανύπαρκτη ψευδοϊστορία οι Νεοέλληνες. Ακόμη χειρότερα, αυτή η ψευδοϊστορία τους καθιστά μεροληπτικούς, άδικους, υστερόβουλους, αλαζόνες, καχύποπτους, συμφεροντολόγους, δειλούς, ψεύτες, και συνεπώς αυτοκαταστροφικά ανήθικους, εφόσον όλα εδώ πληρώνονται και η υπεροψία οδηγεί έθνη σε εξαφάνιση – πόσο μάλλον τα ψευτο-έθνη όπως η νεώτερη προκάτ Ελλάδα. Δεν έμαθε ακόμη ο σερνόμενος μέσος Έλληνας ότι η αναζήτηση του συμφέροντος είναι κτηνώδες και η αναζήτηση της αλήθειας ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Ο Σολωμός είχε γράψει ότι “το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές”, και ως ψευτο-έθνος οι Νεοέλληνες βούλιαξαν στο ψέμμα, πριν πάνε στον οικονομικό πάτο και χρεωκοπήσουν.
Ο Δημήτρης Κιτσίκης (德米特里·克兹科斯 ; στα κινεζικά προφέρεται Ντεμί-τελί Κεζι-κεσί) είναι για μένα ο φάρος, στον οποίο πρέπει να φθάσουν το γρηγορώτερο δυνατό όλοι οι σημερινοί Έλληνες, ώστε να αποφύγουν το επερχόμενο οικτρό, θανατηφόρο κτύπημα, το οποίο θα οφείλεται στην αφέλειά τους για 200 χρόνια να νομίζουν ότι ο γιαλός είναι στραβός και όχι οι ίδιοι στραβά αρμενίζουν. Αν το επιτύχουν αυτό, θα δικαιώσουν τον Κιτσίκη πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Νεοέλληνα. Όχι επειδή πρέπει να αποδεχθούν όλα όσα έγραψε.
Αλλά επειδή επιβάλλεται απόλυτα να κάνουν το πνεύμα του δικό τους, τον τρόπο συλλογισμού του δικό τους, την προσέγγισή του στα θέματα που εξέταζε δική τους, και την εκ μέρους του contextualization του κάθε σημείου και στοιχείου επίσης δική τους. Ο Δ. Κιτσίκης γνώριζε πολύ καλά ότι χωρίς τα συμφραζόμενα τίποτα δεν έχει καμμία σημασία. Τώρα, αυτό θα πρέπει άμεσα να εγκολπωθούν όλοι οι Έλληνες, αν μία δύναμη ζωής έχει απομείνει μέσα τους. Γι’ αυτό και απεκάλεσα τον μεταστάντα φίλο μου φάρο. Υπήρξε τιμή μου που ένα τέτοιο άτομο με περιέβαλε με την εκτίμηση και την αγάπη του, ακόμη και από τόσο μακριά.
https://tr.wikipedia.org/wiki/Dimitris_Kiçikis
https://ru.wikipedia.org/wiki/Кицикис,_Димитрис
https://zh.wikipedia.org/wiki/德米特里·克兹科斯
https://ar.wikipedia.org/wiki/ديميتري_كيتسيكيس
Ο χώρος συντομεύει και ο χρόνος τελειώνει. Και πρέπει να σκεφθώ τι δώρο θα έκανα στον φίλο μου, αν τον συναντούσα τώρα. Με μια ματιά θα του έστελνα μία φευγαλέα αντανάκλαση της Κόκκινης Μηλιάς, την οποία τόσο έντονα ο ίδιος επιζητούσε. Και με την άκρη των χειλιών μου θα πρόφερα ελάχιστους από τους προ 4600 ετών πρωτο-ειπωμένους στίχους των Διδασκαλιών του Σουρούπακ γιου του Ουμπάρα Τούτου, τελευταίου προκατακλυσμιαίου βασιλιά της σουμεριακής αυτής πόλης και (επίσης) πατέρα του Ουτ Ναπιστίμ, του αρχετυπικού μεσοποταμιακού Νώε:
Ο Ουρανός είναι μακριά και η Γη είναι τόσο πολύτιμη, αλλά είναι εξαιτίας του Ουρανού που πολλαπλασιάζονται τα αγαθά, και όλες οι ξένες γαίες αναπνέουν υποκάτω του.
No comments:
Post a Comment