Thursday, September 16, 2021

Σογδιανή, Σογδιανοί και Σογδιανικός Πολιτισμός: Εσχατιά για τον Μεγάλο Αλέξανδρο – Κέντρο για τους Ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΕΝΕΡΓΟ ΜΠΛΟΓΚ “ΟΙ ΡΩΜΙΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ” 
Το κείμενο του κ. Νίκου Μπαϋρακτάρη είχε αρχικά δημοσιευθεί την 19η Ιουλίου 2019. 

Στο κείμενό του αυτό, ο κ. Μπαϋρακτάρης αναδεικνύει την κοσμοϊστορική σημασία της Σογδιανής για την Παγκόσμια Ιστορία ως κεντρικής διόδου διάδοσης μεσοποταμιακών, ιρανικών και ινδικών δοξασιών, πίστεων, κοσμοαντιλήψεων, θρησκειών, παραδόσεων, τεχνών και γραφών στην Κεντρική Ασία, την Σιβηρία και την Κίνα, ως επίκεντρου του εμπορίου Δύσης και Ανατολής πάνω στους Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, και ως καίρου περάσματος τουρανικών και ινδοευρωπαϊκών φύλων από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Παρουσιάζοντας αυτή την θεματολογία, ο κ. Μπαϋρακτάρης δημοσιεύει τμήμα των σημειώσεών του από μία σειρά ομιλιών που έδωσα για το θέμα τον Ιανουάριο του 2017 στην Αστάνα (σήμερα Νουρσουλτάν) του Καζακστάν. 

————   

Σογδιανή, Σογδιανοί και Σογδιανικός Πολιτισμός: Εσχατιά για τον Μεγάλο Αλέξανδρο – Κέντρο για τους Ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού


https://greeksoftheorient.wordpress.com/2019/07/19/σογδιανή-σογδιανοί-και-σογδιανικός-π/  

===============   

Οι Ρωμιοί της Ανατολής – Greeks of the Orient

Ρωμιοσύνη, Ρωμανία, Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Σογδιανή, Σογδιανοί και Σογδιανικός Πολιτισμός: Εσχατιά για τον Μεγάλο Αλέξανδρο – Κέντρο για τους Ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού

Κάποτε όλοι οι δρόμοι μπορεί να οδηγούσαν είτε στην Ρώμη είτε στην Κίνα αλλά αδιαμφισβήτητα όλοι τους περνούσαν από την Σογδιανή. Στην Ιστορία, οι ντόπιοι Σογδιανοί (ή Σόγδιοι – Σουγντ στην αρχαία, αποκρυπτογραφημένη, γλώσσα τους) μπαίνουν σχετικά αργά: εμφανίζονται στα πρώιμα αχαιμενιδικά χρόνια, δηλαδή τον 6ο και τον 5ο  προχριστιανικό αιώνα, όταν η χώρα τους αποτελούσε συστατικό τμήμα της Ιρανικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών (550-330 π.Χ.).

Αυτό μπορεί να ήταν αρχή για τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους αλλά ήταν σχεδόν λυκόφως για τους αρχαίους λαούς της Μεσοποταμίας των οποίων ο πολιτισμός μεταλαμπαδεύτηκε σε όλο το Ιράν. Άλλωστε το τι διαμορφώθηκε ως ιρανικός πολιτισμός εκτάθηκε πάνω στους εμπορικούς δρόμους που από πολύ παλαιότερα συνέδεαν τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους με την βόρεια Ινδία και με την Κίνα.

Οι Σογδιανοί ευγενείς αναπαρίστανται ως αντιπροσωπεία της σατραπείας της Σογδιανής στα Απάδανα (Αίθουσα του Θρόνου) της Περσέπολης να προσέρχονται για να τιμήσουν τον Δαρείο.

Στα βορειοανατολικά άκρα του κράτους του Κύρου, του Καμβύση, του Δαρείου και του Ξέρξη, η Σογδιανή ήταν περισσότερο κέντρο του Τουράν παρά του Ιράν. Άλλωστε, το τι γνωρίζουμε ως ιστορικό και ως σημερινό Ιράν είναι μια χώρα με ιρανικούς και τουρανικούς πληθυσμούς συνεχώς ευρισκόμενους σε πολιτισμικές ανταλλαγές είτε σε ειρήνη είτε σε πόλεμο.

Η Σογδιανή τοποθετείται στο νότιο μισό του σημερινού Ουζμπεκιστάν. Είναι βόρεια της Βακτριανής (Αφγανιστάν), ανατολικά της Χωρεσμίας (Τουρκμενιστάν) και νότια της Υπερωξειανής (βόρειο Ουζμπεκιστάν).

Πέραν της Σογδιανής και της Υπερωξειανής εκτεινόταν η χώρα σχεδόν ολότελα αγνώστων στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς λαών: στις εκτάσεις του Καζακστάν και του Ανατολικού Τουρκεστάν (σήμερα βορειοδυτική επαρχία Σινκιάν της Κίνας) ζούσαν οι Σάκες και οι Σκύθες. Σε κείνες τις περιοχές δεν επεκτάθηκαν ποτέ οι Ιρανοί που ήταν οι πρώτοι ιστορικά κάτοικοι του Θιβέτ όπου υπήρχαν ιρανικές αποικίες κατά την Αρχαιότητα.

Ούτε κι ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν κατέλαβε το Ιράν, προχώρησε πέραν της Σογδιανής. Καταλαμβάνοντας το τότε πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένο τοπικό βασίλειο, στράφηκε προς την Βακτριανή στα νότια. Όμως η Σογδιανή συνδέθηκε αμετάκλητα με την ελληνική ιστορία επειδή ήταν οι ντόπιοι ευγενείς που έδωσαν στον μεγάλο κατακτητή την μόνη βασίλισσα: την πριγκήπισσα Ροξάνη.

Η ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι το αποτέλεσμα του μεγαλοφυούς σχεδίου των πρώτων Αχαιμενιδών σάχηδων να οργανώσουν επίσημους αυτοκρατορικούς δρόμους φυλασσόμενους από στρατό και εγγυούμενους ασφάλεια σε εμπόρους που θα μετακινούνταν από την μια άκρη της αχανούς αυτοκρατορίας στην άλλη.

Ήδη το 500 π.Χ. για να πάει κάποιος από την Σογδιανή στην βόρεια Ινδία, ή στο Ομάν, ή στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, ή στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου, ή στην Μεσοποταμία, την Συρο-Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, μετεκινείτο εντός ενός και μόνου κράτους.

Σ’ αυτό το πλέγμα δρόμων διά ξηράς, ερήμου ή θαλάσσης κυριάρχησαν δυο λαοί της αυτοκρατορίας: οι Αραμαίοι που ήταν γηγενείς σε Μεσοποταμία, Συρο-Παλαιστίνη και στα νότια παράλια του Περσικού Κόλπου και οι Σογδιανοί που εγγυήθηκαν την μεταφορά των εμπορικών προϊόντων πέραν των καθαυτό ορίων της Σογδιανής μέχρι την Κίνα, την Μογγολία και την Ανατολική Σιβηρία.

Καθώς η ακτινοβολία του αραμαϊκού πολιτισμού ήταν τεράστια και χαρακτηρίστηκε από την διάδοση του αραμαϊκού αλφαβήτου για την γραφή πολλών διαφορετικών γλωσσών από την Αραβία μέχρι την Ινδία, τα σογδιανικά γράφηκαν με αραμαϊκούς χαρακτήρες.

Άλλωστε στα χρόνια των Πάρθων Αρσακιδών, της πιο μακρόχρονης δυναστείας του Ιράν (250 π.Χ. – 224 μ.Χ.), οι Ιρανοί εγκατέλειψαν το παλιό δικό τους σύστημα γραφής, τα σφηνοειδή συλλαβογράμματα των αχαιμενιδικών χρόνων (που είχαν συντεθεί ως σύστημα γραφής υπό απόλυτη βαβυλωνιακή επίδραση) και έγραψαν τα παρθικά και τα μέσα περσικά με αραμαϊκούς χαρακτήρες.

Οι Σογδιανοί απετέλεσαν είτε ανεξάρτητο βασίλειο είτε σατραπεία των Αρσακιδών και των Σασανιδών (224-651 μ.Χ.). Κύριοι χώροι με σογδιανικές αρχαιότητες σήμερα είναι οι πόλεις του Ουζμπεκιστάν Σαμαρκάνδη (Samarkand / Αφρασιάμπ), Μπουχάρα (Bukhara) και Σαχρισάμπζ (Shahrisabz), οι πόλεις Χοτζάντ (Khujand) και Πεντζικέντ (Panjikent) του Τατζικιστάν, κι οι πόλεις της Κιργιζίας Σουγιάμπ (Suyab) και Τάλας (Talas).

Σογδιανικά κείμενα έχουν βρεθεί από τις κεντρικές επαρχίες της ιρανικής αυτοκρατορίας (που αντιστοιχούν στο σημερινό Ιράν) μέχρι την βόρεια Ινδία, το Ανατολικό Τουρκεστάν και την Κίνα.

Με χαρακτηριστικό τους την έντονη θρησκευτική ανοχή και τις συχνές πολιτισμικές ανταλλαγές, οι Σογδιανοί στο μεγαλύτερο τμήμα τους αποδέχονταν κάποια από τις πολλές ιρανικές θρησκείες: ζωροαστρισμός των αχαιμενιδικών χρόνων, ζενδισμός των αρσακιδικών χρόνων, μαζδεϊσμός των σασανιδικών χρόνων ήταν οι τρεις επίσημες θρησκείες των προϊσλαμικών ιρανικών αυτοκρατοριών, αλλά οι Ιρανοί στο μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τους ακολουθούσαν τον μιθραϊσμό, ενώ ο βουδισμός, ο ωστανισμός, ο ζερβανισμός, ο μαζδακισμός κι ο γκαγιομαρδισμός είχαν επίσης οπαδούς στην αχανή αυτοκρατορία.

Δυο από τις θρησκείες που διαδόθηκαν στο Ιράν κατά τα σασανιδικά χρόνια μαγνήτισαν ιδιαίτερα τους Σογδιανούς: Μανιχεϊσμός και Χριστιανωσύνη.

Η διάδοση του Νεστοριανισμού στα ανατολικά μέχρι το Ανατολικό Τουρκεστάν, την Μογγολία και την Κίνα οφείλεται στους Σογδιανούς Χριστιανούς: βιβλικά κείμενα μεταφρασμένα σε σογδιανικά έχουν βρεθεί από το Ιράν και το Ουζμπεκιστάν μέχρι το Ανατολικό Τουρκεστάν και την Κίνα.

Μανιχεϊστικά κείμενα έχουν βρεθεί ανάμεσα σε Μεσοποταμία και Κίνα γραμμένα είτε σε σογδιανικά είτε στην καθαυτό μανιχεϊστική γραφή, μια αραμαϊκή γραφή που επινόησε ο ίδιος ο Μάνης, ο ιδρυτής του Μανιχεϊσμού.

Η διάδοση του Μανιχεϊσμού στα ανατολικά ήταν επίσης το έργο των Σογδιανών εμπόρων που είχαν προσηλυτιστεί στην θρησκεία αυτή.

Καθώς ήταν πολύγλωσσοι, οι Σογδιανοί είχαν πρόσβαση σε μανιχεϊστικά κείμενα γραμμένα σε πολλές άλλες γλώσσες στα δυτικώτερα (αραμαϊκά, κοπτικά, περσικά, ελληνικά) και έκαναν συνεχώς μεταφράσεις.

Τα σογδιανικά είναι μια γλώσσα που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ινδο-ευρωπαϊκή παρά τις προσπάθειες αλλοίωσης της Ιστορίας της Ασίας από αποικιοκράτες ανατολιστές της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Φαίνεται ότι τα σογδιανικά αποτελούσαν ένα μεικτό είδος γλώσσας με τουρανικά και με ινδοευρωπαϊκά στοιχεία – κάτι που από μόνο του είναι αρκετό για να δυναμιτίσει την βασικά φτειαχτή και κίβδηλη διαίρεση των γλωσσών στις μεγάλες γλωσσολογικές οικογένειες που ξέρουμε (: μας έχουν ‘μάθει’).

Αδιαμφισβήτητα απόγονοι των Σογδιανών είναι οι σύγχρονοι Γιαγνουμπί (Yaghnobi) στο σημερινό Τατζικιστάν: η γλώσσα τους εμπεριέχει λεξιλόγιο και τουρανικής και ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.

Η διάδοση του Ισλάμ από τα δυτικά προς τα ανατολικά και οι μετακινήσεις των ουννικών – τουρκομογγολικκών φύλων με αντίθετη φορά, από την Ανατολική Σιβηρία προς το Ιράν και την Ευρώπη, συμπίεσε και σταδιακά αφομοίωσε τους Σογδιανούς γλωσσικά στους Ογούζους Τούρκους.

Αλλά μιλώντας ουζμπεκικά, δηλαδή την σύγχρονη μορφή της γλώσσας των Ογούζων (ή Ούζων: ‘Ουζ μπεκ’ σημαίνει ‘βασιλιάς των Ούζων), οι Σογδιανοί έχουν φτάσει στις μέρες μας ως μουσουλμάνοι.

Αλλά και ο Νεστοριανισμός και ο Μανιχεϊσμός υποχώρησαν αργά και μόνον μετά τα χρόνια του Ταμερλάνου.

Στην συνέχεια παραθέτω αποσπάσματα από αρχαία ελληνικά κείμενα που αναφέρονται στο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Σογδιανή και βασικά πληροφοριακά στοιχεία για την ιστορία και τις τέχνες των Σογδιανών χωρίς τους οποίους οι Δρόμοι του Μεταξιού δεν θα είχαν τις πολλές πολιτισμικές ανταλλαγές που αμετάκλητα ένωσαν την Κίνα με το Ιράν και την Μεσοποταμία, την Ινδία με την Σιβηρία και την Ευρώπη, την Μογγολία με την Συρία, την Υεμένη και την Ανατολία, έτσι κάνοντας την Ευρασία ένα αδιαίρετο σύνολο κοινών παραδόσεων, πολιτισμών και Ιστορίας.

Όλοι πέρασαν από την Σογδιανή.

Τοιχογραφία των πρέσβεων από την Αφρασιάμπ (Σαμαρκάνδη) 7ος αι. μ.Χ.

================================= 

Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβαση, Δ’ 17-21

17 Καὶ ταῦτα ὡς Κρατερῷ ἐξηγγέλθη, σπουδῇ ἐπὶ τοὺς Μασσαγέτας ἤλαυνεν. οἱ δὲ ὡς ἐπύθοντο πλησίον ἐπελαύνοντά σφισι Κρατερόν, ἔφευγον ἀνὰ κράτος ὡς εἰς τὴν ἐρήμην. καὶ Κρατερὸς ἐχόμενος αὐτῶν αὐτοῖς τε ἐκείνοις περιπίπτει οὐ πόῤῥω τῆς ἐρήμου καὶ ἄλλοις ἱππεῦσι Μασσαγετῶν ὑπὲρ τοὺς χιλίους. καὶ μάχη γίγνεται τῶν τε Μακεδόνων καὶ τῶν Σκυθῶν καρτερά· καὶ ἐνίκων οἱ Μακεδόνες. τῶν δὲ Σκυθῶν ἀπέθανον μὲν ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα ἱππεῖς· οἱ δὲ ἄλλοι οὐ χαλεπῶς ἐς τὴν ἐρήμην διεσώθησαν, ὅτι ἄπορον ἦν προσωτέρω τοῖς Μακεδόσι διώκειν. Καὶ ἐν τούτῳ Ἀλέξανδρος Ἀρτάβαζον μὲν τῆς σατραπείας τῆς Βακτρίων ἀπαλλάττει δεηθέντα διὰ γῆρας, Ἀμύνταν δὲ τὸν Νικολάου σατράπην ἀντ´ αὐτοῦ καθίστησι. Κοῖνον δὲ ἀπολείπει αὐτοῦ τήν τε αὑτοῦ τάξιν καὶ τὴν Μελεάγρου ἔχοντα καὶ τῶν ἑταίρων ἱππέων ἐς τετρακοσίους καὶ τοὺς ἱππακοντιστὰς πάντας καὶ τῶν Βακτρίων τε καὶ Σογδιανῶν καὶ ὅσοι ἄλλοι μετὰ Ἀμύντου ἐτάχθησαν, προστάξας ἅπασιν ἀκούειν Κοίνου καὶ διαχειμάζειν αὐτοῦ ἐν τῇ Σογδιανῇ, τῆς τε χώρας ἕνεκα τῆς φυλακῆς καὶ εἴ πῃ ἄρα Σπιταμένην περιφερόμενον κατὰ τὸν χειμῶνα ἐνεδρεύσαντας ξυλλαβεῖν. Σπιταμένης δὲ καὶ οἱ ἀμφ´ αὐτὸν ὡς φρουραῖς τε πάντα κατειλημμένα ἑώρων ἐκ τῶν Μακεδόνων καί σφιν ἄπορα πάντῃ τὰ τῆς φυγῆς ἐγίγνετο, ὡς ἐπὶ Κοῖνόν τε καὶ τὴν ξὺν τούτῳ στρατιὰν ἐτράποντο, ὡς ταύτῃ μᾶλλόν τι ἀξιόμαχοι ἐσόμενοι. ἀφικόμενοι δὲ ἐς Γαβάς, χωρίον τῆς Σογδιανῆς ὀχυρὸν ἐν μεθορίῳ τῆς τε Σογδιανῶν γῆς καὶ τῆς Μασσαγετῶν Σκυθῶν ᾠκισμένον, ἀναπείθουσιν οὐ χαλεπῶς τῶν Σκυθῶν ἱππέας ἐς τρισχιλίους συνεμβάλλειν σφίσιν ἐς τὴν Σογδιανήν. οἱ δὲ Σκύθαι οὗτοι ἀπορίᾳ τε πολλῇ ἔχονται καὶ ἅμα ὅτι οὔτε πόλεις εἰσὶν αὐτοῖς οὔτε ἑδραῖοι οἰκοῦσιν, ὡς δειμαίνειν ἂν περὶ τῶν φιλτάτων, οὐ χαλεποὶ ἀναπεισθῆναί εἰσιν ἐς ἄλλον καὶ ἄλλον πόλεμον. ὡς δὲ Κοῖνός τε καὶ οἱ ἀμφ´ αὐτὸν ἔμαθον προσιόντας τοὺς ξὺν Σπιταμένει ἱππέας, ἀπήντων καὶ αὐτοὶ μετὰ τῆς στρατιᾶς. καὶ γίγνεται αὐτῶν μάχη καρτερά, καὶ νικῶσιν οἱ Μακεδόνες, ὥστε τῶν μὲν βαρβάρων ἱππέων ὑπὲρ τοὺς ὀκτακοσίους πεσεῖν ἐν τῇ μάχῃ, τῶν δὲ ξὺν Κοίνῳ ἱππέας μὲν ἐς εἴκοσι καὶ πέντε, πεζοὺς δὲ δώδεκα. οἵ τε οὖν Σογδιανοὶ οἱ ἔτι ὑπολειπόμενοι ξὺν Σπιταμένει καὶ τῶν Βακτρίων οἱ πολλοὶ ἀπολείπουσιν ἐν τῇ φυγῇ Σπιταμένην καὶ ἀφικόμενοι παρὰ Κοῖνον παρέδοσαν σφᾶς αὐτοὺς Κοίνῳ, οἵ τε Μασσαγέται οἱ Σκύθαι κακῶς πεπραγότες τὰ μὲν σκευοφόρα τῶν ξυμπαραταξαμένων σφίσι Βακτρίων τε καὶ Σογδιανῶν διήρπασαν, αὐτοὶ δὲ ξὺν Σπιταμένει ἐς τὴν ἔρημον ἔφευγον. ὡς δὲ ἐξηγγέλλετο αὐτοῖς Ἀλέξανδρος ἐν ὁρμῇ ὢν ἐπὶ τὴν ἔρημον ἐλαύνειν ἀποτεμόντες τοῦ Σπιταμένους τὴν κεφαλὴν παρὰ Ἀλέξανδρον πέμπουσιν, ὡς ἀποτρέψοντες ἀπὸ σφῶν αὐτῶν τούτῳ τῷ ἔργῳ.

18 Καὶ ἐν τούτῳ Κοῖνός τε ἐς Ναύτακα παρ´ Ἀλέξανδρον ἐπανέρχεται καὶ οἱ ἀμφὶ Κρατερόν τε καὶ Φραταφέρνην τὸν τῶν Παρθυαίων σατράπην καὶ Στασάνωρ ὁ Ἀρείων, πεπραγμένων σφίσι πάντων ὅσα ἐξ Ἀλεξάνδρου ἐτέτακτο. Ἀλέξανδρος δὲ περὶ Ναύτακα ἀναπαύων τὴν στρατιὰν ὅ τι περ ἀκμαῖον τοῦ χειμῶνος, Φραταφέρνην μὲν ἀποστέλλει ἐς Μάρδους καὶ Ταπούρους Αὐτοφραδάτην ἐπανάξοντα τὸν σατράπην, ὅτι πολλάκις ἤδη μετάπεμπτος ἐξ Ἀλεξάνδρου γιγνόμενος οὐχ ὑπήκουε καλοῦντι. Στασάνορα δὲ ἐς Δράγγας σατράπην ἐκπέμπει, ἐς Μήδους δὲ Ἀτροπάτην ἐπὶ σατραπείᾳ καὶ τοῦτον τῇ Μήδων, ὅτι Ὀξυδάτης ἐθελοκακεῖν αὐτῷ ἐφαίνετο. Σταμένην δὲ ἐπὶ Βαβυλῶνος στέλλει, ὅτι Μαζαῖος ὁ Βαβυλώνιος ὕπαρχος τετελευτηκέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο. Σώπολιν δὲ καὶ Ἐπόκιλλον καὶ Μεν{ν}ίδαν ἐς Μακεδονίαν ἐκπέμπει, τὴν στρατιὰν τὴν ἐκ Μακεδονίας αὐτῷ ἀνάξοντας. Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ὑποφαίνοντι προὐχώρει ὡς ἐπὶ τὴν ἐν τῇ Σογδιανῇ πέτραν, ἐς ἣν πολλοὺς μὲν τῶν Σογδιανῶν ξυμπεφευγέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο· καὶ ἡ Ὀξυάρτου δὲ γυνὴ τοῦ Βακτρίου καὶ αἱ παῖδες αἱ Ὀξυάρτου ἐς τὴν πέτραν ταύτην ξυμπεφευγέναι ἐλέγοντο, Ὀξυάρτου αὐτὰς ὡς ἐς ἀνάλωτον δῆθεν τὸ χωρίον ἐκεῖνο ὑπεκθεμένου, ὅτι καὶ αὐτὸς ἀφειστήκει ἀπ´ Ἀλεξάνδρου. ταύτης γὰρ ἐξαιρεθείσης οὐκέτι οὐδὲν ὑπολειφθήσεσθαι ἐδόκει τῶν Σογδιανῶν τοῖς νεωτερίζειν ἐθέλουσιν. ὡς δὲ ἐπέλασαν τῇ πέτρᾳ, καταλαμβάνει πάντῃ ἀπότομον ἐς τὴν προσβολὴν σιτία τε ξυγκεκομισμένους τοὺς βαρβάρους ὡς ἐς χρόνιον πολιορκίαν. καὶ χιὼν πολλὴ ἐπιπεσοῦσα τήν τε πρόσβασιν ἀπορωτέραν ἐποίει τοῖς Μακεδόσι καὶ ἅμα ἐν ἀφθονίᾳ ὕδατος τοὺς βαρβάρους διῆγεν. ἀλλὰ καὶ ὣς προσβάλλειν ἐδόκει τῷ χωρίῳ. καὶ γάρ τι καὶ ὑπέρογκον ὑπὸ τῶν βαρβάρων λεχθὲν ἐς φιλοτιμίαν ξὺν ὀργῇ ἐμβεβλήκει Ἀλέξανδρον. προκληθέντες γὰρ ἐς ξύμβασιν καὶ προτεινομένου σφίσιν, ὅτι σώοις ὑπάρξει ἐπὶ τὰ σφέτερα ἀπαλλαγῆναι παραδοῦσι τὸ χωρίον, οἱ δὲ σὺν γέλωτι βαρβαρίζοντες πτηνοὺς ἐκέλευον ζητεῖν στρατιώτας Ἀλέξανδρον, οἵτινες αὐτῷ ἐξαιρήσουσι τὸ ὄρος, ὡς τῶν γε ἄλλων ἀνθρώπων οὐδεμίαν ὤραν σφίσιν οὖσαν. ἔνθα δὴ ἐκήρυξεν Ἀλέξανδρος τῷ μὲν πρώτῳ ἀναβάντι δώδεκα τάλαντα εἶναι τὸ γέρας, δευτέρῳ δὲ ἐπὶ τούτῳ τὰ δεύτερα καὶ τρίτῳ τὰ ἐφεξῆς, ὡς τελευταῖον εἶναι τῷ τελευταίῳ ἀνελθόντι τριακοσίους Δαρεικοὺς τὸ γέρας. καὶ τοῦτο τὸ κήρυγμα παρώξυνεν ἔτι μᾶλλον καὶ ἄλλως τοὺς Μακεδόνας ὡρμημένους.

19 Ξυνταξάμενοι δὴ ὅσοι πετροβατεῖν ἐν ταῖς πολιορκίαις αὐτῷ μεμελετήκεσαν, ἐς τριακοσίους τὸν ἀριθμόν, καὶ πασσάλους μικροὺς σιδηροῦς, οἷς αἱ σκηναὶ καταπεπήγεσαν αὐτοῖς, παρασκευάσαντες, τοῦ καταπηγνύναι αὐτοὺς ἔς τε τὴν χιόνα ὅπου πεπηγυῖα φανείη καὶ εἴ πού τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο, καὶ τούτους καλωδίοις ἐκ λίνου ἰσχυροῖς ἐκδήσαντες τῆς νυκτὸς προὐχώρουν κατὰ τὸ ἀποτομώτατόν τε τῆς πέτρας καὶ ταύτῃ ἀφυλακτότατον. καὶ τούτους τοὺς πασσάλους καταπηγνύντες τοὺς μὲν ἐς τὴν γῆν, ὅπου διεφαίνετο, τοὺς δὲ καὶ τῆς χιόνος ἐς τὰ μάλιστα οὐ θρυφθησόμενα, ἀνεῖλκον σφᾶς αὐτοὺς ἄλλοι ἄλλῃ τῆς πέτρας. καὶ τούτων ἐς τριάκοντα μὲν ἐν τῇ ἀναβάσει διεφθάρησαν, ὥστε οὐδὲ τὰ σώματα αὐτῶν ἐς ταφὴν εὑρέθη ἐμπεσόντα ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς χιόνος. οἱ δὲ λοιποὶ ἀναβάντες ὑπὸ τὴν ἕω καὶ τὸ ἄκρον τοῦ ὄρους καταλαβόντες σινδόνας κατέσειον ὡς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τῶν Μακεδόνων, οὕτως αὐτοῖς ἐξ Ἀλεξάνδρου παρηγγελμένον. πέμψας δὴ κήρυκα ἐμβοῆσαι ἐκέλευσε τοῖς προφυλάσσουσι τῶν βαρβάρων μὴ διατρίβειν ἔτι, ἀλλὰ παραδιδόναι σφᾶς· ἐξευρῆσθαι γὰρ δὴ τοὺς πτηνοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχεσθαι ὑπὸ αὐτῶν τοῦ ὄρους τὰ ἄκρα· καὶ ἅμα ἐδείκνυεν τοὺς ὑπὲρ τῆς κορυφῆς στρατιώτας. Οἱ δὲ βάρβαροι ἐκπλαγέντες τῷ παραλόγῳ τῆς ὄψεως καὶ πλείονάς τε ὑποτοπήσαντες εἶναι τοὺς κατέχοντας τὰ ἄκρα καὶ ἀκριβῶς ὡπλισμένους ἐνέδοσαν σφᾶς αὐτούς· οὕτω πρὸς τὴν ὄψιν τῶν ὀλίγων ἐκείνων Μακεδόνων φοβεροὶ ἐγένοντο. ἔνθα δὴ ἄλλων τε πολλῶν γυναῖκες καὶ παῖδες ἐλήφθησαν καὶ ἡ γυνὴ ἡ Ὀξυάρτου καὶ οἱ παῖδες. καὶ ἦν γὰρ Ὀξυάρτῃ παῖς παρθένος ἐν ὥρᾳ γάμου, Ῥωξάνη ὀνόματι, ἣν δὴ καλλίστην τῶν Ἀσιανῶν γυναικῶν λέγουσιν ὀφθῆναι οἱ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ στρατεύσαντες μετά γε τὴν Δαρείου γυναῖκα. καὶ ταύτην ἰδόντα Ἀλέξανδρον ἐς ἔρωτα ἐλθεῖν αὐτῆς· ἐρασθέντα δὲ οὐκ ἐθελῆσαι ὑβρίσαι καθάπερ αἰχμάλωτον, ἀλλὰ γῆμαι γὰρ οὐκ ἀπαξιῶσαι. καὶ τοῦτο ἐγὼ Ἀλεξάνδρου τὸ ἔργον ἐπαινῶ μᾶλλόν τι ἢ μέμφομαι. καίτοι τῆς γε Δαρείου γυναικός, ἣ καλλίστη δὴ ἐλέγετο τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ γυναικῶν, ἢ οὐκ ἦλθεν ἐς ἐπιθυμίαν ἢ καρτερὸς αὐτὸς αὑτοῦ ἐγένετο, νέος τε ὢν καὶ τὰ μάλιστα ἐν ἀκμῇ τῆς εὐτυχίας, ὁπότε ὑβρίζουσιν οἱ ἄνθρωποι· ὁ δὲ κατῃδέσθη τε καὶ ἐφείσατο, σωφροσύνῃ τε πολλῇ διαχρώμενος καὶ δόξης ἅμα ἀγαθῆς οὐκ ἀτόπῳ ἐφέσει.

20 Καὶ τοίνυν καὶ λόγος κατέχει ὀλίγον μετὰ τὴν μάχην, ἣ πρὸς Ἰσσῷ Δαρείῳ τε καὶ Ἀλεξάνδρῳ ξυνέβη, ἀποδράντα ἐλθεῖν παρὰ Δαρεῖον τὸν εὐνοῦχον τὸν φύλακα αὐτῷ τῆς γυναικός. καὶ τοῦτον ὡς εἶδε Δαρεῖος, πρῶτα μὲν πυθέσθαι εἰ ζῶσιν αὐτῷ αἱ παῖδες {καὶ οἱ υἱοὶ} καὶ ἡ γυνή τε καὶ ἡ μήτηρ. ὡς δὲ ζώσας τε ἐπύθετο καὶ βασίλισσαι ὅτι καλοῦνται καὶ ἡ θεραπεία ὅτι ἀμφ´ αὐτάς ἐστιν, ἥντινα καὶ ἐπὶ Δαρείου ἐθεραπεύοντο, ἐπὶ τῷδε αὖ πυθέσθαι εἰ σωφρονεῖ αὐτῷ ἡ γυνὴ ἔτι. ὡς δὲ σωφρονοῦσαν ἐπύθετο, αὖθις ἐρέσθαι μή τι βίαιον ἐξ Ἀλεξάνδρου αὐτῇ ἐς ὕβριν ξυνέβη· καὶ τὸν εὐνοῦχον ἐπομόσαντα φάναι ὅτι· ὦ βασιλεῦ, οὕτω τοι ὡς ἀπέλιπες ἔχει ἡ σὴ γυνή, καὶ Ἀλέξανδρος ἀνδρῶν ἄριστός τέ ἐστι καὶ σωφρονέστατος. ἐπὶ τοῖσδε ἀνατεῖναι Δαρεῖον ἐς τὸν οὐρανὸν τὰς χεῖρας καὶ εὔξασθαι ὧδε· ἀλλ´ ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, ὅτῳ ἐπιτέτραπται νέμειν τὰ βασιλέων πράγματα ἐν ἀνθρώποις, σὺ νῦν μάλιστα μὲν ἐμοὶ φύλαξον Περσῶν τε καὶ Μήδων τὴν ἀρχήν, ὥσπερ οὖν καὶ ἔδωκας· εἰ δὲ δὴ ἐγὼ οὐκέτι σοι βασιλεὺς τῆς Ἀσίας, σὺ δὲ μηδενὶ ἄλλῳ ὅτι μὴ Ἀλεξάνδρῳ παραδοῦναι τὸ ἐμὸν κράτος. οὕτως οὐδὲ πρὸς τῶν πολεμίων ἄρα ἀμελεῖται ὅσα σώφρονα ἔργα. Ὀξυάρτης δὲ ἀκούσας τοὺς παῖδας ἐχομένους, ἀκούσας δὲ καὶ ὑπὲρ Ῥωξάνης τῆς θυγατρὸς ὅτι μέλει αὐτῆς Ἀλεξάνδρῳ, θαρσήσας ἀφίκετο παρὰ Ἀλέξανδρον, καὶ ἦν ἐν τιμῇ παρ´ αὐτῷ, ᾗπερ εἰκὸς ἐπὶ ξυντυχίᾳ τοιαύτῃ.

21 Ἀλέξανδρος δέ, ὡς τὰ ἐν Σογδιανοῖς αὐτῷ διεπέπρακτο, ἐχομένης ἤδη καὶ τῆς πέτρας ἐς Παρειτάκας προὐχώρει, ὅτι καὶ ἐν Παρειτάκαις χωρίον τι ὀχυρόν, ἄλλην πέτραν, κατέχειν ἐλέγοντο πολλοὶ τῶν βαρβάρων. ἐκαλεῖτο δὲ αὕτη Χοριήνου ἡ πέτρα· καὶ ἐς αὐτὴν αὐτός τε ὁ Χοριήνης ξυμπεφεύγει καὶ ἄλλοι τῶν ὑπάρχων οὐκ ὀλίγοι. ἦν δὲ τὸ μὲν ὕψος τῆς πέτρας ἐς σταδίους εἴκοσι, κύκλος δὲ ἐς ἑξήκοντα· αὐτὴ δὲ ἀπότομος πάντοθεν, ἄνοδος δὲ ἐς αὐτὴν μία καὶ αὐτὴ στενή τε καὶ οὐκ εὔπορος, οἷα δὴ παρὰ τὴν φύσιν τοῦ χωρίου πεποιημένη, ὡς χαλεπὴ εἶναι καὶ μηδενὸς εἴργοντος καὶ καθ´ ἕνα ἀνελθεῖν, φάραγξ τε κύκλῳ περιεῖργε τὴν πέτραν βαθεῖα, ὥστε ὅστις προσάξειν στρατιὰν τῇ πέτρᾳ ἔμελλε, πολὺ πρόσθεν αὐτῷ τὴν φάραγγα εἶναι χωστέον, ὡς ἐξ ὁμαλοῦ ὁρμᾶσθαι προσάγοντα ἐς προσβολὴν τὸν στρατόν. Ἀλλὰ καὶ ὣς Ἀλέξανδρος ἥπτετο τοῦ ἔργου· οὕτως πάντα ᾤετο χρῆναι βατά τε αὑτῷ καὶ ἐξαιρετέα εἶναι, ἐς τοσόνδε τόλμης τε καὶ εὐτυχίας προκεχωρήκει. τέμνων δὴ τὰς ἐλάτας (πολλαὶ γὰρ καὶ ὑπερύψηλοι ἐλάται ἦσαν ἐν κύκλῳ τοῦ ὄρους) κλίμακας ἐκ τούτων ἐποίει, ὡς κάθοδον εἶναι ἐς τὴν φάραγγα τῇ στρατιᾷ· οὐ γὰρ ἦν ἄλλως κατελθεῖν ἐς αὐτήν. καὶ τὰς μὲν ἡμέρας αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐφειστήκει τῷ ἔργῳ τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ ἔχων ἐργαζόμενον, τὰς δὲ νύκτας ἐν μέρει οἱ σωματοφύλακες αὐτῷ εἰργάζοντο, Περδίκκας τε καὶ Λεοννάτος καὶ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, τῷ λοιπῷ μέρει τῆς στρατιᾶς τριχῇ διανενεμημένῳ, ὅπερ αὐτῷ ἐς τὴν νύκτα ἀπετέτακτο. ἤνυτον δὲ τῆς ἡμέρας οὐ πλέον ἤπερ εἴκοσι πήχεις καὶ τῆς νυκτὸς ὀλίγον ἀποδέον, καίτοι ξυμπάσης τῆς στρατιᾶς ἐργαζομένης· οὕτω τό τε χωρίον ἄπορον ἦν καὶ τὸ ἔργον ἐν αὐτῷ χαλεπόν. κατιόντες δ´ ἐς τὴν φάραγγα πασσάλους κατεπήγνυον ἐς τὸ ὀξύτατον τῆς φάραγγος, διέχοντας ἀλλήλων ὅσον ξύμμετρον πρὸς ἰσχύν τε καὶ ξυνοχὴν τῶν ἐπιβαλλομένων. ἐπέβαλλον δὲ πλέγματα ἐκ λύγων εἰς γεφύρας μάλιστα ἰδέαν, καὶ ταῦτα ξυνδοῦντες χοῦν ἄνωθεν ἐπεφόρουν, ὡς ἐξ ὁμαλοῦ γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ τὴν πρόσοδον τὴν πρὸς τὴν πέτραν. Οἱ δὲ βάρβαροι τὰ μὲν πρῶτα κατεφρόνουν ὡς ἀπόρου πάντῃ τοῦ ἐγχειρήματος· ὡς δὲ τοξεύματα ἤδη ἐς τὴν πέτραν ἐξικνεῖτο καὶ αὐτοὶ ἀδύνατοι ἦσαν ἄνωθεν ἐξείργειν τοὺς Μακεδόνας (ἐπεποίητο γὰρ αὐτοῖς προκαλύμματα πρὸς τὰ βέλη, ὡς ὑπ´ αὐτοῖς ἀβλαβῶς ἐργάζεσθαι) ἐκπλαγεὶς ὁ Χοριήνης πρὸς τὰ γιγνόμενα κήρυκα πέμπει πρὸς Ἀλέξανδρον, δεόμενος Ὀξυάρτην οἱ ἀναπέμψαι. καὶ πέμπει Ὀξυάρτην Ἀλέξανδρος. ὁ δὲ ἀφικόμενος πείθει Χοριήνην ἐπιτρέψαι Ἀλεξάνδρῳ αὑτόν τε καὶ τὸ χωρίον. βίᾳ μὲν γὰρ οὐδὲν ὅ τι οὐχ ἁλωτὸν εἶναι Ἀλεξάνδρῳ καὶ τῇ στρατιᾷ τῇ ἐκείνου, ἐς πίστιν δὲ ἐλθόντος καὶ φιλίαν, τὴν πίστιν τε καὶ δικαιότητα μεγαλωστὶ ἐπῄνει τοῦ βασιλέως, τά τε ἄλλα καὶ τὸ αὑτοῦ ἐν πρώτοις ἐς βεβαίωσιν τοῦ λόγου προφέρων. τούτοις πεισθεὶς ὁ Χοριήνης αὐτός τε ἧκε παρ´ Ἀλέξανδρον καὶ τῶν οἰκείων τινὲς καὶ ἑταίρων αὐτοῦ. ἐλθόντι δὲ τῷ Χοριήνῃ φιλάνθρωπά τε ἀποκρινάμενος καὶ πίστιν ἐς φιλίαν δοὺς αὐτὸν μὲν κατέχει, πέμψαι δὲ κελεύει τῶν συγκατελθόντων τινὰς αὐτῷ ἐς τὴν πέτραν τοὺς κελεύσοντας ἐνδοῦναι τὸ χωρίον. καὶ ἐνδίδοται ὑπὸ τῶν ξυμπεφευγότων, ὥστε καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἀναλαβὼν τῶν ὑπασπιστῶν ἐς πεντακοσίους ἀνέβη κατὰ θέαν τῆς πέτρας, καὶ τοσούτου ἐδέησεν ἀνεπιεικές τι ἐς τὸν Χοριήνην ἔργον ἀποδείξασθαι, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ χωρίον ἐκεῖνο ἐπιτρέπει Χοριήνῃ καὶ ὕπαρχον εἶναι ὅσωνπερ καὶ πρόσθεν ἔδωκεν. Ξυνέβη δὲ χειμῶνί τε κακοπαθῆσαι αὐτῷ τὴν στρατιὰν πολλῆς χιόνος ἐπιπεσούσης ἐν τῇ πολιορκίᾳ καὶ ἅμα ἀπορίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἐπιέσθησαν. ἀλλὰ Χοριήνης ἐς δίμηνον σιτία ἔφη δώσειν τῇ στρατιᾷ καὶ ἔδωκεν σῖτόν τε καὶ οἶνον τῶν ἐν τῇ πέτρᾳ ἀποθέτων κρέα τε ταριχηρὰ κατὰ σκηνήν. καὶ ταῦτα δοὺς οὐκ ἔφασκεν ἀναλῶσαι τῶν παρεσκευασμένων ἐς τὴν πολιορκίαν οὐδὲ τὴν δεκάτην μοῖραν. ἔνθεν ἐν τιμῇ μᾶλλον τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἦν ὡς οὐ πρὸς βίαν μᾶλλον ἢ κατὰ γνώμην ἐνδοὺς τὴν πέτραν.

https://el.wikisource.org/wiki/Αλεξάνδρου_Ανάβασις/Βιβλίο_Δ

Επάργυρο πινάκιο με αναπαράσταση τίγρη – σογδιανική τέχνη του 7ου-8ου αι.

——————————————- 

Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος 45 – 47

Ἐντεῦθεν εἰς τὴν Παρθικὴν ἀναζεύξας καὶ σχολάζων, πρῶτον ἐνεδύσατο τὴν βαρβαρικὴν στολὴν, εἴτε βουλόμενος αὑτὸν συνοικειοῦν τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις, ὡς μέγα πρὸς ἐξημέρωσιν ἀνθρώπων τὸ σύνηθες καὶ ὁμόφυλον, εἴτ’ ἀπόπειρά τις ὑφεῖτο τῆς προσκυνήσεως αὕτη τοῖς Μακεδόσι, κατὰ μικρὸν ἀνασχέσθαι τὴν ἐκδιαίτησιν αὐτοῦ καὶ μεταβολὴν ἐθιζομένοις. οὐ μὴν τήν γε Μηδικὴν ἐκείνην προσήκατο, παντάπασι βαρβαρικὴν καὶ ἀλλόκοτον οὖσαν, οὐδ’ ἀναξυρίδας οὐδὲ κάνδυν οὐδὲ τιάραν ἔλαβεν, ἀλλ’ ἐν μέσῳ τινὰ τῆς Περσικῆς καὶ τῆς Μηδικῆς μειξάμενος εὖ πως, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης, ταύτης δὲ σοβαρωτέραν οὖσαν. ἐχρῆτο δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἐντυγχάνων τοῖς βαρβάροις καὶ τοῖς ἑταίροις κατ’ οἶκον, εἶτα τοῖς πολλοῖς οὕτως ἐξελαύνων καὶ χρηματίζων ἑωρᾶτο. καὶ λυπηρὸν μὲν ἦν τοῖς Μακεδόσι τὸ θέαμα, τὴν δ’ ἄλλην αὐτοῦ θαυμάζοντες ἀρετὴν ᾤοντο δεῖν ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῖν· ὅς γε πρὸς ἅπασι τοῖς ἄλλοις ἔναγχος τόξευμα μὲν εἰς τὴν κνήμην λαβών, ὑφ’ οὗ τῆς κερκίδος τὸ ὁστέον ἀποθραυσθὲν ἐξέπεσε, λίθῳ δὲ πληγεὶς πάλιν εἰς τὸν τράχηλον, ὥστε καὶ ταῖς ὄψεσιν ἀχλὺν ὑποδραμεῖν παραμείνασαν οὐκ ὀλίγον χρόνον, ὅμως οὐκ ἐπαύετο χρώμενος ἑαυτῷ πρὸς τοὺς κινδύνους ἀφειδῶς, ἀλλὰ καὶ τὸν Ὀρεξάρτην διαβὰς ποταμόν, ὃν αὐτὸς ᾤετο Τάναϊν εἶναι, καὶ τοὺς Σκύθας τρεψάμενος, ἐδίωξεν ἐπὶ σταδίους ἑκατόν, ἐνοχλούμενος ὑπὸ διαῤῥοίας.

46 Ἐνταῦθα δὲ πρὸς αὐτὸν ἀφικέσθαι τὴν Ἀμαζόνα οἱ πολλοὶ λέγουσιν, ὧν καὶ Κλείταρχός ἐστι καὶ Πολύκλειτος καὶ Ὀνησίκριτος καὶ Ἀντιγένης καὶ Ἴστρος. Ἀριστόβουλος δὲ καὶ Χάρης ὁ εἰσαγγελεύς, πρὸς δὲ τούτοις Ἑκαταῖος ὁ Ἐρετριεὺς καὶ Πτολεμαῖος καὶ Ἀντικλείδης καὶ Φίλων ὁ Θηβαῖος καὶ Φίλιππος ὁ Θεαγγελεὺς καὶ Φίλιππος ὁ Χαλκιδεὺς καὶ Δοῦρις ὁ Σάμιος πλάσμα φασὶ γεγονέναι τοῦτο. καὶ μαρτυρεῖν αὐτοῖς ἔοικεν Ἀλέξανδρος· Ἀντιπάτρῳ γὰρ ἅπαντα γράφων ἀκριβῶς, τὸν μὲν Σκύθην φησὶν αὐτῷ διδόναι τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον, Ἀμαζόνος δ’ οὐ μνημονεύει. λέγεται δὲ πολλοῖς χρόνοις Ὀνησίκριτος ὕστερον ἤδη βασιλεύοντι Λυσιμάχῳ τῶν βιβλίων τὸ τέταρτον ἀναγινώσκειν, ἐν ᾧ γέγραπται περὶ τῆς Ἀμαζόνος· τὸν οὖν Λυσίμαχον ἀτρέμα μειδιάσαντα “καὶ ποῦ” φάναι “τότ’ ἤμην ἐγώ;” ταῦτα μὲν οὖν ἄν τις οὔτ’ ἀπιστῶν ἧττον οὔτε πιστεύων μᾶλλον Ἀλέξανδρον θαυμάσειε.

47 Φοβούμενος δὲ τοὺς Μακεδόνας μὴ εἰς τὰ ὑπόλοιπα τῆς στρατείας ἀπαγορεύσωσι, τὸ μὲν ἄλλο πλῆθος εἴασε κατὰ χώραν, τοὺς δ’ ἀρίστους ἔχων ἐν Ὑρκανίᾳ μεθ’ ἑαυτοῦ, δισμυρίους πεζοὺς καὶ τρισχιλίους ἱππεῖς, πεῖραν προσέβαλε, λέγων ὡς νῦν μὲν αὐτοὺς † ἐνύπνιον τῶν βαρβάρων ὁρώντων, ἂν δὲ μόνον ταράξαντες τὴν Ἀσίαν ἀπίωσιν, ἐπιθησομένων εὐθὺς ὥσπερ γυναιξίν. οὐ μὴν ἀλλ’ ἀφιέναι γε τοὺς βουλομένους ἔφη, καὶ μαρτυράμενος ὅτι τὴν οἰκουμένην τοῖς Μακεδόσι κτώμενος ἐγκαταλέλειπται, μετὰ τῶν φίλων καὶ τῶν ἐθελόντων στρατεύειν. ταῦτα σχεδὸν αὐτοῖς ὀνόμασιν ἐν τῇ πρὸς Ἀντίπατρον ἐπιστολῇ γέγραπται, καὶ ὅτι ταῦτ’ εἰπόντος αὐτοῦ πάντες ἐξέκραγον, ὅπου βούλεται τῆς οἰκουμένης ἄγειν. δεξαμένων δὲ τούτων τὴν πεῖραν, οὐκέτ’ ἦν χαλεπὸν προσαχθῆναι τὸ πλῆθος, ἀλλὰ ῥᾳδίως ἐπηκολούθησεν.

Οὕτω δὴ καὶ τὴν δίαιταν ἔτι μᾶλλον ὡμοίου τε τοῖς ἐπιχωρίοις ἑαυτόν, ἐκείνους τε προσῆγε τοῖς Μακεδονικοῖς ἔθεσιν, ἀνακράσει καὶ κοινωνίᾳ μᾶλλον δι’ εὐνοίας καταστήσεσθαι τὰ πράγματα νομίζων ἢ βίᾳ, μακρὰν ἀπαίροντος αὐτοῦ. διὸ καὶ τρισμυρίους παῖδας ἐπιλεξάμενος ἐκέλευσε γράμματά τε μανθάνειν Ἑλληνικὰ καὶ Μακεδονικοῖς ὅπλοις ἐντρέφεσθαι, πολλοὺς ἐπιστάτας καταστήσας, καὶ τὰ περὶ Ῥωξάνην ἔρωτι μὲν ἐπράχθη, καλὴν καὶ ὡραίαν ἔν τινι χορῷ παρὰ πότον ὀφθεῖσαν, ἔδοξε δ’ οὐκ ἀνάρμοστα τοῖς ὑποκειμένοις εἶναι πράγμασιν. ἐθάῤῥησαν γὰρ οἱ βάρβαροι τῇ κοινωνίᾳ τοῦ γάμου, καὶ τὸν Ἀλέξανδρον ὑπερηγάπησαν, ὅτι σωφρονέστατος περὶ ταῦτα γεγονὼς οὐδ’ ἧς μόνης ἡττήθη γυναικὸς ἄνευ νόμου θιγεῖν ὑπέμεινεν.

Ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν φίλων ἑώρα τῶν μεγίστων Ἡφαιστίωνα μὲν ἐπαινοῦντα καὶ συμμετακοσμούμενον αὐτῷ, Κρατερὸν δὲ τοῖς πατρίοις ἐμμένοντα, δι’ ἐκείνου μὲν ἐχρημάτιζε τοῖς βαρβάροις, διὰ τούτου δὲ τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς Μακεδόσι· καὶ ὅλως τὸν μὲν ἐφίλει μάλιστα, τὸν δ’ ἐτίμα, νομίζων καὶ λέγων ἀεί, τὸν μὲν Ἡφαιστίωνα φιλαλέξανδρον εἶναι, τὸν δὲ Κρατερὸν φιλοβασιλέα. διὸ καὶ πρὸς ἀλλήλους ὑπούλως ἔχοντες, συνέκρουον πολλάκις, ἅπαξ δὲ περὶ τὴν Ἰνδικὴν καὶ εἰς χεῖρας ἦλθον σπασάμενοι τὰ ξίφη, καὶ τῶν φίλων ἑκατέρῳ παραβοηθούντων, προσελάσας ὁ Ἀλέξανδρος ἐλοιδόρει τὸν Ἡφαιστίωνα φανερῶς, ἔμπληκτον καλῶν καὶ μαινόμενον, εἰ μὴ συνίησιν ὡς ἐάν τις αὐτοῦ τὸν Ἀλέξανδρον ἀφέληται, μηδέν ἐστιν· ἰδίᾳ δὲ καὶ τοῦ Κρατεροῦ πικρῶς καθήψατο, καὶ συναγαγὼν αὐτοὺς καὶ διαλλάξας, ἐπώμοσε τὸν Ἄμμωνα καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἦ μὴν μάλιστα φιλεῖν ἀνθρώπων ἁπάντων ἐκείνους· ἂν δὲ πάλιν αἴσθηται διαφερομένους, ἀποκτενεῖν ἀμφοτέρους ἢ τὸν ἀρξάμενον. ὅθεν ὕστερον οὐδὲ παίζοντες εἰπεῖν τι πρὸς ἀλλήλους οὐδὲ πρᾶξαι λέγονται.

https://el.wikisource.org/wiki/Βίοι_Παράλληλοι/Αλέξανδρος

Συμπόσιο Σογδιανών ευγενών από τοιχογραφία του Παντζικέντ του Τατζικιστάν – 7ος αι.

————————————————-

Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, ΙΖ 77-78

μετὰ δὲ ταῦτα δόξας ἤδη κεκρατηκέναι τῆς ἐπιβολῆς καὶ τὴν βασιλείαν ἀδήριτον ἔχειν ἤρξατο ζηλοῦν τὴν Περσικὴν τρυφὴν καὶ τὴν πολυτέλειαν τῶν Ἀσιανῶν βασιλέων. καὶ πρῶτον μὲν περὶ τὴν αὐλὴν εἶχε ῥαβδούχους Ἀσιαγενεῖς, ἔπειτα τοὺς ἐπιφανεστάτους τῶν <Ἀσιανῶν> ἀνδρῶν δορυφορεῖν ἔταξεν, ἐν οἷς ἦν καὶ ὁ Δαρείου ἀδελφὸς Ὀξάθρης. [5] εἶτα τό τε Περσικὸν διάδημα περιέθετο καὶ τὸν διάλευκον ἐνεδύσατο χιτῶνα καὶ τὴν Περσικὴν ζώνην καὶ τἄλλα πλὴν τῶν ἀναξυρίδων καὶ τοῦ κάνδυος. διέδωκε δὲ καὶ τοῖς ἑταίροις περιπορφύρους στολὰς καὶ τοῖς ἵπποις Περσικὰς σκευὰς περιέθηκε. [6] πρὸς δὲ τούτοις τὰς παλλακίδας ὁμοίως τῷ Δαρείῳ περιήγετο, τὸν μὲν ἀριθμὸν οὔσας οὐκ ἐλάττους πλήθει τῶν κατὰ τὸν ἐνιαυτὸν ἡμερῶν, κάλλει δὲ διαπρεπεῖς ὡς ἂν ἐξ ἁπασῶν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν γυναικῶν ἐπιλελεγμένας. [7] αὗται δὲ ἑκάστης νυκτὸς περιῄεσαν τὴν κλίνην τοῦ βασιλέως, ἵνα τὴν ἐκλογὴν αὐτὸς ποιήσηται τῆς μελλούσης αὐτῷ συνεῖναι. τούτοις μὲν οὖν τοῖς ἐθισμοῖς Ἀλέξανδρος σπανίως ἐχρῆτο, τοῖς δὲ προϋπάρχουσι κατὰ τὸ πλεῖστον ἐνδιέτριβε, φοβούμενος τὸ προσκόπτειν τοῖς Μακεδόσιν.

78. ὅμως δὲ πολλῶν αὐτῷ μεμψιμοιρούντων τούτους μὲν ταῖς δωρεαῖς ἐθεράπευεν, αὐτὸς δὲ πυθόμενος τὸν Ἀρείας σατράπην Σατιβαρζάνην ἀνῃρηκέναι μὲν τοὺς καταλελειμμένους ὑπ᾽ αὐτοῦ στρατιώτας, συμφρονεῖν δὲ Βήσσῳ καὶ κεκρικέναι μετ᾽ αὐτοῦ διαπολεμεῖν Μακεδόσιν ἐστράτευσεν ἐπ᾽ αὐτόν. ὁ δὲ Σατιβαρζάνης τὴν μὲν δύναμιν ἤθροισεν εἰς Χορτάκανα, πόλιν ἐπιφανεστάτην τῶν ἐν τούτοις τοῖς τόποις καὶ φυσικῇ διαφέρουσαν ὀχυρότητι,[2]τοῦ δὲ βασιλέως ἐγγίσαντος κατεπλάγη τό τε μέγεθος τῆς δυνάμεως καὶ τὰς διαβεβοημένας τῶν Μακεδόνων ἀνδραγαθίας. διόπερ αὐτὸς μὲν μετὰ δισχιλίων ἱππέων ἐξίππευσε πρὸς Βῆσσον, παρακαλέσων βοηθεῖν κατὰ τάχος, τοῖς δ᾽ ἄλλοις παρήγγειλε καταφυγεῖν εἰς ὄρος καλούμενον É, ἔχον πολλὰς δυσχωρίας καὶ καταφυγὰς εὐθέτους τοῖς μὴ τολμῶσι κατὰ στόμα διακινδυνεύειν. [3]ὧν πραξάντων τὸ παραγγελθὲν ὁ βασιλεὺς τῇ συνήθει φιλοτιμίᾳ χρησάμενος καὶ τοὺς καταφυγόντας εἴς τινα πέτραν ὀχυρὰν καὶ μεγάλην πολιορκήσας ἐνεργῶς ἠνάγκασεν ἑαυτοὺς παραδοῦναι. [4] μετὰ δὲ ταῦτα πάσας τὰς κατὰ τὴν σατραπείαν ταύτην πόλεις ἐν τριάκονθ᾽ ἡμέραις κατακτησάμενος προῆγεν ἐκ τῆς Ὑρκανίας καὶ διανύσας εἰς τὰ βασίλεια τῆς Δραγγινῆς ἐνταῦθα διέτριβε καὶ τὴν δύναμιν ἀνελάμβανε.

https://el.wikisource.org/wiki/Ιστορική_Βιβλιοθήκη/ΙΖ

Οι Σογδιανοί στην Κίνα. Θρησκευτική πομπή Μανιχαίων Σογδιανών από τοιχογραφία τάφου της πόλης Τουνγκ Ουάν της Κίνας – 5ος-6ος αι. 

==================================

Sogdiana

III. History and Archaeology

Sogdiana, an Iranian-speaking region in Central Asia, stretches from the rivers Āmu Daryā in the south to the Syr Daryā in the north, with its heart in the valleys of the Zarafšān and the Kaška Daryā. But this description, appropriate for the early period, varied over time. Sogdiana ceded to Bactriana, the right bank of the upper course of the Āmu Daryā as far as Termez, while Sogdian colonial expansion in the north during the Early Middle Ages led a Chinese pilgrim in the mid-seventh century to define Sogdiana as the entire region stretching from Lake Issyk Kul in eastern Kyrgyzstan to the Āmu Daryā (Xuanzang, tr. p. 26). After the ninth century, the name Sod/al-od was restricted to the rural area between Samarkand and Bukhara (Ebn awqal, p. 492; on Sogdian geography, see Barthold).

Pre-Achaemenid period

Before the arrival of Iranian peoples in Central Asia, Sogdiana had already experienced at least two urban phases. The first was at Sarazm (4th-3rd m. BCE), a town of some 100 hectares has been excavated, where both irrigation agriculture and metallurgy were practiced (Isakov). It has been possible to demonstrate the magnitude of links with the civilization of the Oxus as well as with more distant regions, such as Baluchistan.

The second phase began in at least the 15th century BCE at Kök Tepe, on the Bulungur canal north of the Zarafšān River, where the earliest archeological material appears to go back to the Bronze Age, and which persisted throughout the Iron Age, until the arrival from the north of the Iranian-speaking populations that were to become the Sogdian group. It declined with the rise of Samarkand (Rapin, 2007). Pre-Achaemenid Sogdiana is recalled in the Younger Avesta (chap. 1 of the Vidēvdād, q.v.) under the name Gava and said to be inhabited by the Sogdians.

 Achaemenid period

Cyrus the Great conquered Sogdiana in about 540 BCE. He advanced as far as the Syr Darya, where he established the town of Kyrèschata (Cyropolis), the farthest extent of the Persian empire to the northeast, identified with the site of Kurkath. Samarkand probably received its first major fortifications under the Achaemenids (Bernard, pp. 334-37).

Sogdiana was thenceforth integrated into the Achaemenid empire as a distant frontier province (Briant, pp. 764-74, tr. pp. 743-54) and remained as such until its conquest by Alexander the Great, beginning in 329 BCE.

No satrap for Sogdiana is known, and the recently discovered Aramaic documents from Bactriana confirm what was already known from the satrapy lists, namely that Sogdiana was governed from Bactra (Shaked).

The region provided contingents of soldiers to the Achaemenid kings, along with laborers and semiprecious stones (lapis lazuli and carnelian or garnet) for the palace workshops (Vallat; La Vaissière, 2005, pp. 18-19).

It participated in the integration of the populations and customs of the empire, and deported populations were settled there (as the Branchids; see Briant, p. 447).

More than a millennium after the fall of the empire, in the seventh century CE, the administrative formulary inherited from Babylonia “Babylone” continued to be used in Sogdiana (Sims-Williams, 1991).

Around the beginning of the era, the Sogdian script developed out of the Aramaic alphabet (Gharib, 1995, p. xxviii). The script of Bukhara remained very similar to that of Parthia (Livshits, Kaufman, and D’yakonov). 

As for its economy, Sogdiana at the time constituted the northern frontier of the sedentary world and was in constant contact with the nomads of the steppe. Sogdian society was an agricultural one based on the irrigation of very fertile loess soil.

The name of one of its major canals, the Dargom in Uzbekstan, belongs to the Old Iranian linguistic stratum, and large-scale irrigation may go back to the second millennium BCE. The rivers arising in the southern and eastern mountains provided the necessary water.

The nomads built their kurgans around the oases and their economic exchanges, products of animal husbandry for products of the earth, seem to have been significant.

Greek period

It was difficult for Alexander to conquer Sogdiana, which was held by the satrap of Bactra, Bessos), who, after assassinating Darius III, proclaimed himself king of kings, and then by Spitamenes, a Sogdian noble allied with the Saka and the Massagetae.

The accounts of the conquest raise problems of historical geography (e.g., identification of the Sogdian and Bactrian Rocks and of Nautaca; see Grenet and Rapin, 2001) and allow us to appreciate the role of the nomads, but they have little to say on Sogdiana proper.

The generals who succeeded Alexander kept control of the region until 247 BCE. Afterwards the Greco-Bactrian rulers, who were descendants of local Greek colonists, asserted their independence and, if we can go by the circulation of coins, held all of Sogdiana until approximately 140-130 BCE (Grenet, 2004, pp. 1056-58).

The Greeks provided Sogdiana with its first real coinage, because Achaemenid darics are almost entirely absent from Sogdiana. Certain types of Greek coins remained in use in Sogdiana in degraded form until the 5th century CE (Zeimal, 1983; Rtveladze, 1984).

Archeologically, the walls of Samarkand show clear signs of Greek rebuilding (Bernard) and millet granaries for the Greek garrison have been found on the acropolis.

Kangju

The next five hundred years of Sogdian history are extremely obscure. There is basically no information on Sogdiana concerning this period other than what is related in the Chinese sources (Shiratori; initial description, unnamed, in the Shiji, 123.3174, tr. Watson, p. 245; then under the rubric Kangju Hanshu, 96A.3891-4, tr. Hulsewé, pp. 123-31; Hou Hanshu, 88.2922, tr. Chavannes, 1907).

Around 160-130 BCE, the region was crisscrossed by various waves of migratory nomads from the north, whether they were Iranian-speaking Saka or the Yuezhi from within China. Beginning in the first century BCE, most of Sogdiana was included in a larger nomadic state, centered on the middle Syr Darya, namely Kangju.

On the other hand, the Yuezhi principalities and then the Kushan empire incorporated the southeast part of Sogdiana (south of the Hissar mountains), which thereafter left the Sogdian sphere and was attached to Bactria.

Small-scale Sogdian commerce then developed in imitation of the larger-ranging merchants operating farther south, in Bactria. The economic activity seems to have been limited to agriculture while artistic activity has been deemed rather mediocre (Grenet, 1996).

The Kangju state appears to have evolved fairly quickly into a confederation and the Chinese texts allude to the petty kingdoms that formed some of its subdivisions, including Suye, or Sogdiana (Hanshu, 96A.3894).

This confederational organization has recently been confirmed with the discovery at Kultobe in Kazakhstan of a dedicatory Sogdian inscription, dated to the 1st-3rd centuries CE, of a fortress alluding to military operations of the principal towns of Sogdiana against the nomads in the north (Sims-Williams and Grenet, 2006; Sims-Williams et al., 2009).

We do not have a good idea of how to interpret the inscription of the Sasanian king Šāpur I (r. 241-71) on the Kaʿba-ye Zardošt at Naqš-e Rostam in Fars, which gives the limits of his empire as Keš, Sughd, Čāč. At the end of the period, urban hierarchies had developed in Sogdiana. In the south in the valley of Kaška Daryā River, Nasaf was dominant (site of Erkurgan; Sulejmanov), while in the north near Syr Darya the town of Kanka had that distinction (Buriakov, 1982; idem, 1991).

Between them, Samarkand was reduced to a third of the area of 220 hectares that it had occupied in the Greek period (Grenet, 1996). The oasis of Bukhara no longer seems to have been organized around a central town, although Paykent (Paikend) already existed (Gorodishche Paykend; on Paykent see the excavation reports Raskopki v Paykende since 2000).

The nomad invasions

Several texts, Chinese and Byzantine, independently attest to the arrival of a wave of Eastern invaders in Central Asia in the second half of the fourth century. They were politically connected with the Huns, who were attacking Europe at the same time (La Vaissière, 2005b).

Several dynasties or tribal groups succeeded each other at the head of this nomadic agglomeration, most notably the Chionites, the Kidarites (after 437) and the Hephthalites in Sogdiana (whether after 479 or 509 is not known; La Vaissière, 2007).

As for the archeology, in the fourth century, we can observe the appearance of some new features that we can legitimately assign to this political upheaval.

Integration of sedentary peoples and local nomads, who had been living together right on the edges of the oases, appears to have come to an end.

On the other hand, alongside local forms that continued in use, a decorated ceramic appears in the archeological strata of this period that in the preceding period was characteristic of the Syr Darya region, suggesting that populations from the Syr Darya had had to seek refuge in Sogdiana from the pressure of the nomads, or they had come here to a land under cultivation that a depleted population had partly abandoned, and they brought their pottery with them (Buriakov, 1991). Kanka declined.

Agricultural and urban development

Thanks to these refugees, following the initial destruction, Sogdiana undeniably underwent a major surge in agriculture in the fifth and sixth centuries and the population grew noticeably.

South of Samarkand, more than 75 percent of the sites date to this period, and many of them were later abandoned. Within the marshy valley of the Zarafšān, the region of Eštian was populated and the land was put to use. The same thing happened at the oasis of Nasaf (Sulejmanov, pp. 83-86, “Erkurgan”).

The western edge of the oasis of Bukhara, following the advance of the desert in the first centuries CE, was conquered by irrigation in the sixth century to an extent of 22 km (Shishkin, pp. 19-31). Thus, within a century and a half, Sogdiana very rapidly became a heavily populated world, whose population was to share in the conquest of agricultural land carved out of the steppe and marshes or reclaimed from the desert.

At the same time, the urban network was radically changed by the creation of new towns, often on older sites, in the valley of the Zarafšān, Bukhara, and Paykent; and Panjikant developed on the Hippodamian plan (rectangular enclosures, grid of straight streets). The fourth to sixth centuries mark the apogee of Nasaf “Erkurgan,” which, at 150 hectares, was without doubt the largest town in Sogdiana at the beginning of the fifth century.

This growth has been studied primarily at Samarqand and later at Panjikant. At Panjikant, some 50 km east of Samarqand and host to some of the most significant archeological excavations in Sogdiana, the town, established in the middle of the fifth century, outgrew its urban design very quickly and its walls proved to be too confining.

A new line of fortifications, which departed from the original rectangular plan, was built at the end of the century to include the suburbs, so that the enclosed area grew from 8 to 13.5 hectares. The town continued to expand, although at a less constant rate, until the end of the seventh century, when a small marketplace appeared outside the walls to the northeast and a neighborhood of workshops were built to the south (Raspopova, 1990; on the recent excavations see Marshak and Raspopova, 1999-2006).

At Samarqand, the town boasted an elevated citadel and a line of interior walls in the second half or the end of the fifth century; a century later, the entire plateau had already been reoccupied and new walls enclosing 218 hectares were built in place of the earlier walls (Shishkina; Belenitskiĭ, Bentovich, and Bol’shakov, p. 220; Grenet, 1996; idem, 2004).

Samarkand then profited from a still greater wall protecting part of the oasis “oasis,” 20 sq km in all. At Paykent, located at the other end of the valley of Zarafšān, a wall enclosing a 330 sq m on a side demarcated a town of 11 hectares close to the ancient citadel (Semenov, 2002). Accordingly, Sogdiana became the main center of agricultural wealth “agriculture” and population in Central Asia during this period.

Τοιχογραφία του βόρειου τοίχου της Αίθουσας των Πρεσβευτών, Αφρασιάμπ – Σαμαρκάνδη

Τοιχογραφία του νότιου τοίχου της Αίθουσας των Πρεσβευτών, Αφρασιάμπ – Σαμαρκάνδη

Τοιχογραφία του δυτικού τοίχου της Αίθουσας των Πρεσβευτών, Αφρασιάμπ – Σαμαρκάνδη

The Bactrian heritage

In contrast to the impoverished artistic culture of the previous period, the afore-mentioned Sogdian urban development was matched by artistic development connected through several features with Bactria of the fourth and first half of the fifth centuries.

The earliest murals at Panjikant strongly resemble the latest paintings at Delbarjin, in Bactria (Marshak, in Azarpay, p. 50). Architecture and urban planning also received a great impetus and imitated Bactrian models (Grenet, 1996; Semenov, 1996).

Finally, Bactrian toponyms, notably that of the town of Košāniya (q.v.), located between Bukhara and Samarqand, appear in Sogdiana. This influence may be attributed to the possible presence of Bactrian refugees as well as the migration of craftsmen to Sogdiana under Kidarite power, which for a time united the two regions before being driven out of the south.

The urban elites that emerged at the time in Sogdiana inherited refined tastes and lifestyles, which had long been developing in India and the Kushan empire, and which lasted throughout the Kushano-Sasanian period.

Τοιχογραφία με αναπαράσταση συνδαιτημόνα από ένα συμπόσιο ο οποίος κρατάει ένα αγγείο. Παντζικέντ

Northward expansion

One consequence of the dynamic Sogdian economy was an expansion of Sogdian territory toward the north and, in the fifth century, the diffusion of Sogdian culture in the region of Čāč.

Coinage, iconography, and literate culture thenceforth connected this region with Sogdiana (Rtveladze, 2006; Filanovich, 1983; idem, 1991; Buriakov, 1982; idem, 1991).

The influence of Sogdian culture was even greater in Semirechye, a town located in the northeast of Čāč.

In fact, the initial urbanization of the foothills of the Tianshan as far as Lake Issyk Kul “Issyk Kul” were undertaken by Sogdians not before the sixth century (Baypakov, 1986, idem, 1992).

However, this process was quite different from what is observed in Čāč, as it involved a process of colonization “colonies” and expansion of sedentary “sédentaires” and urban “urbain” cultures toward the north.

Naršai provides the political explanation for the establishment of the town of Jamukat (Naršai, p. 9, tr. p. 7).

According to him, the Sogdian colonization “colonies” of Semirechye was surely an aristocratic initiative “noblesse sogdienne”.

Excavations at Suyāb (present day Ak-Beshim) and Navāket (present day Krasnaya Rechka in Kyrgyzstan) reveal the growth of towns around a castle built on the Sogdian plan, but the history of the development of these towns is not yet well understood.

At Navāket, the town is remarkable for the size of its long walls, which mark out a territory of 20 sq km (as at Samarqand), within which can be found remains of irrigation systems and the ruins of the town itself, covering an area of 100 hectares (Krasnaya Rechka i Burana, pp. 69 ff.).

The population appears to have included, from the start, merchants, farmers, and warriors. Nothing in the commercial practices of the period can explain the succession of stages at such close intervals.

The choices of location show that they were initially agricultural settlements by landowners setting up estates on virgin land.

Τοιχογραφία από την Ερυθρά Αίθουσα του Ανακτόρου της Βαράχσα (Varahša & Varakhsha) κοντά στην Μπουχάρα. Αναπαράσταση μάχης ανάμεσα σε μια θεότητα και άγρια θηρία

Πινακίδα από το Νεκροταφείο Ορλάτ, Κουργκάν νο 2 – 1ος-4ος αι. μ.Χ.

Ένθρονη θεά σε τοιχογραφία του ανατολικού τοίχου του Ναού ΙΙ στο Παντζικέντ – 5ος-6ος αι.

Αναπαράσταση του μύθου της χήνας με τα χρυσά αυγά σε τοιχογραφία κτηρίου στο Παντζικέντ

Sogdians and Turks

When the Hephthalite empire was partitioned by the Sasanians and Turks in 560, Sogdiana passed under the control of the Turks and remained so for a century and a half, for some of the time nominally, but in general the control was fairly direct when it was wielded from Semirechye, where the Western Turk khagans (āqān) and their successors On Ok (lit. Ten Arrows) and Türgesh were settled.

Tang China, after defeating the first Turk empire in the middle of the seventh century, also claimed suzerainty over Sogdiana.

While it was able to take control over Semiryechye, its armies never reached beyond Tashkent in the south.

Thereupon there arose a real Sogdo‑Turkic fusion especially on the elite level, brought about by means of intermarriage, mutual adoption of each other’s customs, hybrid iconography, etc.

What we are able to observe in the sixth and seventh centuries at least is the creation of a mid civilization, at any rate among the ruling classes.

The Sogdian contributions to the Turkic empire were significant. First and foremost is incontestably the writing.

In fact, the Sogdian alphabet gradually adapted to Turkic phonology, was used throughout Turkic and then Uyghur history to write Turkic texts.

To this day, the Mongol and Manchu alphabets are distant descendants of the Sogdian alphabet.

Moreover, the earliest texts of the Turkic empire were written in Sogdian, beginning in the last quarter of the sixth century, such as the inscription from Bugut, the oldest known one (Kliashtorny and Livshits; 1972, Bazin 1975).

The role of the Sogdians in the Turkic empire was not restricted to the heights of the state. The Sogdians were numerous in the eastern Turkic empire, which was centered in Mongolia.

They then expanded into all the major towns of eastern Asia (see East Iranians in China; La Vaissière, 2005a, pp. 199-224).

Σχεδιάγραμμα της αίθουσας υποδοχής μιας έπαυλης στο Παντζικέντ

Οστεοθήκη από το Γιουμαλάκ Τεπέ (Yumalak Tepe) κοντά στο Σαχρισάμπζ (Shahr-i Sabz) 6ος–7ος αι.

Αναπαράσταση μάχης ανάμεσα σε ήρωα και πτερωτό λιοντάρι (αριστερά) και απεικόνιση μιας θεότητας και ενός παγωνιού (δεξιά) – Παντζικέντ

Political and social organization

Sogdiana of the sixth to eighth centuries is well known from Chinese descriptions, Sogdian documents from Mount Mugh (the archives of the king of Panjikant, hidden in 722; Livshits, 1962; Bogoliubov and Smirnova, 1963; Grenet and La Vaissière), and Arabic narratives of the conquest.

While Samarkand was certainly the largest town and its princes claimed the title of king (malek, ešid) beginning in the second half of the seventh century, it was surrounded by many independent principalities that sent ambassadors of their own to the Chinese court (e.g.,Panjikant, Kabuān, Bukhara, Keš, Eštian), and at times bore the princely title of Afšin (corresponding to the ideogram MRʾY) as names.

They also struck coins (Smirnova, 1981; Zeimal, 1983; idem, 1996). These principalities grouped themselves under many lords (xuf).

Amongst these princes the king in Samarkand was no more than primus inter pares, and the dynastic successions are especially unclear (on the name Zhaowu given to them by the Chinese texts see, Yoshida, 2003).

The urban population seems to have ercised real political power, as at Paykent, city of merchants, where no aristocracy has come to light, and at Panjikant or Čāč as well.

It is in the name of the community (nāf) that the bridge at Panjikant is leased, and it is in the name of the nāf that some coins are struck at Čāč.

The fields, on the other hand, in contrast to all of mercantile and commercial life, seem to be under the absolute control of the xuf (Yakubov).

The xuf sent their ground rent home to town where they had establishments of their own and supported a significant population of craftsmen and merchants (Raspopova, 1990; idem, 1993).

Τοιχογραφίες με αναπαράσταση του ιρανικού μυθικού κύκλου του Ρουστάμ από ανάκτορο του Παντζικέντ – 740 μ.Χ.

Αναπαράσταση του μυθικού πτηνού Σιμούργ (ή Σενμούρβ) των ιρανικών και τουρανικών παραδόσεων

Σφραγιδόλιθος με αναπαράσταση βασιλικού ζεύγους και επιγραφή σε σογδιανικά

Culture and religion

Sogdian culture is poorly known. The only major corpus of Sogdian texts discovered in Sogdiana, those from Mount Mugh, are not literary. The sole literary text we have is a fragment of the legend of Rostam in Sogdian, found in China (Sims-Williams, 1976, pp. 54-61). But the iconography is incomparably richer.

At Panjikant, a very large number of wall paintings have been found, which are supplemented by discoveries at Varaša, Samarkand, and Šahrestān.

Three genres are known: divine, with very elaborate representations of the many Sogdian gods, which borrow many features from the Indian iconographic tradition; heroic, with cycles of epic combat, including Rostam but also other heroes of whom all knowledge is lost; and lastly fables, with images from the Panchatantra (Marshak and Raspopova, 1987; idem, 1990; Marshak, 2002).

There was also a political painting (Compareti and La Vaissière). Sogdian silverwork fills out this rich iconography (Marschak, 1986).

As for religion, Sogdiana, located beyond the sphere of influence of the Zoroastrian church of Iran, was dominated by an unreformed version of Zoroastrianism, in which Ahuramazda would never achieve primacy, and where the multiplicity of gods of Mazdaism persisted (regarding funerary practices, see Grenet, 1984).

The chief god appears to have been Nana, inherited from Babylon (Grenet and Marshak). Visually, Sogdian religion, lacking the fire altars and unadorned temples of Iran, seemed so different from Zoroastrianism to contemporary Chinese eyes that they considered them two different religions.

At Panjikant, there are also traces of Nestorian Christianity and Buddhism. While there were Sogdian Buddhist missionnaries beginning in the third century in the emigré Sogdian communities, it appears that it was not until later (sixth century?) that Buddhism was established in Sogdiana.

Manicheism was spread in China beginning in the sixth century by Sogdians (La Vaissière, 2005c).

Arab conquest

After several raids with no lasting consequences in the seventh century, the Arab armies led by Qotayba b. Moslem undertook the systematic conquest of Sogdiana beginning in 705. Samarkand fell in 712 (Gibb).

The defeat of Sogdian insurgents in 722 (the taking of Khojent and Mount Mugh) marks the end of the first stage, which brought Arab power as far as the Syr Darya (Grenet and La Vaissière).

There followed two much more difficult decades, during which the entire conquered area was sometimes lost again before the governor of Khorasan, Nar b. Sayyār, managed to establish peace with the Sogdian aristocracy and their Türgesh allies.

Abu Moslem orāsāni finally put a brutal end, by decimation, to the last vain hopes of independence (Karev, 2002). However, the situation had not been stabilized; many simultaneous revolts broke out throughout the Iranian east, in Sogdiana notably including that of the rebel Hāšem b. akim, known as al-Moqannaʿ (Sadighi,p. 163-186; Naršai, pp. 89-104, tr. pp. 65-76; Barthold, pp. 199-200; Browne, I, pp. 318-23).

The situation did not finally stabilize until after the revolt of Rāfeʿ b. Lay, a descendant of Nar b. Sayyār, at Samarkand during the ninth century and especially the enlistment by al-Maʾmun and then al-Moʿtaem of the Sogdian aristocracy into the service of the caliphs (La Vaissière, 2007b).

Loss of Sogdian identity

The loss of Sogdian identity, or rather its melding with the Persian-speaking Islamic world, seems to have been quite rapid overall, but it differed according to social stratum.

Islamic sources tend to overestimate the speed and extent of conversions, and we have good reason to doubt, for example, the accuracy of the lists of mosques or traditionalists offered in the Ketāb fi ekr ʿolamāʾ Samarkand of al-Nasafi which purports to portray a local society that was already widely Islamized in the eighth century, shortly after the conquest (Weinberger; Paul).

The purpose was to emphasize the religious fervor of the town, especially as concerns Bukhara, and historical reality was very likely quite different. Thus, at Panjikant, even though the town had been occupied since the 760s, not one mosque has ever been found. At Samarkand, the earliest mosque known to archeology dates to 770.

Arab power invested in major construction in the town (Karev, 2000), but there is no doubt that, in the century and a half after the conquest, there was a considerable impetus on urban Sogdian society toward Islam.

Thus, abari (III, pp. 1308-313) describes the proceedings brought against Afšin, the king of Ošrusana (on this region, see Buriakov and Gricina, pp. 90-185), who represented the old Sogdian noble and military caste, which exhibits the reality as well as the limitations of cultural assimilation of the Sogdian nobility into the Islamic world.

These nobles, who still retained a preponderance of Sogdian cultural codes, were sometimes only Muslims on the surface, but politically had definitively joined the Islamic side.

Thereafter, and in the Samanid period, elite culture seems to have fallen back onto a common East Iranian stock (legends such as those of Rostam and Alexander…) and preserved only a very, very few specifically Sogdian elements.

The religious iconography, the most spectacular and best known feature of the old religion, had totally disappeared. 

Things were quite different, however, in the countryside and mountains. Certain Tajik agrarian rites can be understood thanks to the religious paintings at Panjikant (Marshak and Raspopova, 1987; idem, 1990).

Certain practices in modern Tajikistan reprise rituals attested in Chinese sources for pre-Islamic Sogdiana (placing honey on the lips of newborns and a coin in their hand: cf. Chavannes, 1903, p. 134).

Switch to Persian language

It is possible to get some idea of the date when Sogdian ceased to be spoken by the elite classes. In the last third of the tenth century, Moqaddasi provides interesting evidence in his analysis of the languages of Transoxiana: “The language of al-Sughd is unique to it and is approximated by the languages of the rural districts of Bukhārā, which are quite varied, but understood among them; and I witnessed the venerable Imām, Muammad ibn al-Fadhl speaking in it often (Moqaddasi, pp. 335-36; tr., p. 296).

Abu Rayān Biruni, who wrote at the beginning of the eleventh century, was able still to meet scholars who could read it; he might even have been able to read it himself, since several times in his own works he cites books by magi of Sogdiana and even gives several Sogdian words (e.g., Biruni, tr., I, pp. 260-61).

The change took place later in the Sogdian colonies, since the latest Sogdian texts, some graffiti, come from the early eleventh century near Talas. Mamud Kāšari provides valuable information on the assimilation of the Sogdian inhabitants of Semirechye.

He writes, in particular, “those who have two languages and who mix with the populace of the cities have a certain slurring (rekka) in their utterances, for example, Sogdāq, Känčǟk and Argu. The people of Balāsagān speak both Soghdian and Turkic. The same is true of the people of arāz (Talas) and the people of Madinat al-Bayżāʾ (Esbijāb; Kāšari, tr., pp. 83-84).

Furthermore, Sogdian remained a liturgical language in Chorasmia and Semiryechye (until the 12th cent?) (La Vaissière 2005a, p. 330).

At Turfan, assimilation to the Turkic-speaking population was already well advanced by the end of the tenth century (Sims-Williams and Hamilton, p. 10).

It appears that until at least the fifteenth century, the local micro-toponymy between Samarkand and Bukhara, the Sughd of the tenth-century geographers, was still Sogdian (Lurje, p. 244).

http://www.iranicaonline.org/articles/sogdiana-iii-history-and-archeology 

Ταφικό αγαλματίδιο Σογδιανού επιστάτη βασιλικών σταύλων της κινεζικής πρωτεύουσας Σιάν (Xi’an) των χρόνων της δυναστείας Τανγκ (618–907): πέθανε και τάφηκε εκεί.

————————

No comments:

Post a Comment